Πόλεμοι για την ενέργεια στη γειτονιά μας – μετά τα ορυκτά καύσιμα τι;

0

Του Γιάννη Παπαδημητρίου. Κείμενο του ιδίου από την εκδήλωση-συζήτηση με τίτλο: Τι σημαίνουν τελικά οι εξορύξεις υδρογονανθράκων; που διοργανώθηκε από την Ανοιχτή συνέλευση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων στις 3 Οκτωβρίου.

Θέλω να ευχαριστήσω την «Ανοιχτή Συνέλευση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις» για τη σημερινή πρόσκληση. Έχει σημασία ότι είναι ο μοναδικός συλλογικός χώρος στην πόλη, που διατηρεί σταθερά ψηλά στην ατζέντα ένα θέμα, που ναι μεν στο τοπικό επίπεδο δεν παρουσιάζει την ένταση της διετίας 2017-2019, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι έχει λήξει. Οι πρόσφατες εξελίξεις είναι δύο: αφενός μεν η παράταση 6 μηνών, που ζήτησαν και πήραν οι πετρελαϊκές εταιρίες, για να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν στο δεύτερο στάδιο των ερευνών, δηλαδή τις ερευνητικές γεωτρήσεις, στο οικόπεδο των Ιωαννίνων, αφετέρου δε η ψήφιση του ν. 4685/2010 («νόμου Χατζηδάκη»), με το άρθρο 110 του οποίου οι εταιρίες απαλλάσσονται από την υποχρέωση να ζητήσουν άδεια ή συναίνεση από τους Δήμους προκειμένου να επέμβουν στις εκτάσεις τους.

Κυρίως όμως το εξορυκτικό ζήτημα έχει καταστεί κυρίαρχο σε πανελλήνια βάση σε ό,τι αφορά μια από τις βασικές συνέπειες των θαλάσσιων εξορύξεων, τους οικονομικούς, γεωπολιτικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς. Ως εκ τούτου, νομίζω πως είναι ώρα να εμβαθύνουμε στη σύνδεση του εξορυκτικού μοντέλου με τα οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του συστήματος.

Θα ξεκινήσω όμως με τη χρονολογική αφήγηση μιας ωραίας ιστορίας, που δίνει σε μας τους αφελείς την ευκαιρία να κατανοήσουμε μερικές «σύνθετες» έννοιες της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας:

2014: Η ελληνική εταιρία Energean Oil & Gas (αυτή δηλαδή, που εκμεταλλεύεται το κοίτασμα του Πρίνου στη Θάσο) υπογράφει τη σύμβαση για τα δικαιώματα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων στο οικόπεδο Ιωαννίνων, δηλαδή στο βόρειο μισό κομμάτι της Περιφέρειας Ηπείρου. Η ελληνική κυβέρνηση (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) πανηγυρίζει, επειδή τον «εθνικό πλούτο» θα τον αξιοποιήσει μια ελληνική εταιρία. Έτσι εισαγόμαστε στο περιεχόμενο της έννοιας «εθνικό όφελος».

2017: Η Energean, χωρίς μέχρι τότε να έχει ξοδέψει ούτε ένα ευρώ, πουλάει το 60% των δικαιωμάτων επί του οικοπέδου στην ισπανική πολυεθνική Repsol. Αυτή είναι η έννοια του «επιχειρηματικού κέρδους». Η μεταβίβαση εγκρίνεται χωρίς προβλήματα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Αύγουστος 2020: Η κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης υδρογονανθράκων λόγω του κορωνοιού οδηγεί σε εξίσου κατακόρυφη πτώση της διεθνούς τιμής τους. Η Energean διατείνεται ότι αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας και ότι χρειάζεται 75 εκ. ευρώ για να μην κλείσει τον «Πρίνο» των 270 εργαζομένων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την έννοια της «εθνικής ζημίας». Στις οικονομικές εφημερίδες διαβάζουμε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδιάζει παρεμβάσεις στήριξης, ήτοι α’) εξαγορά μετοχών από το ελληνικό δημόσιο β’) παροχή εγγύησης του ελληνικού δημοσίου στην εταιρία για δάνειο 75 εκατομμυρίων.

Σεπτέμβριος 2020: Η εταιρία ανακοινώνει δύο νέα μεγάλα συμβόλαια πώλησης φυσικού αερίου από τη θυγατρική της Energean Israel από τα κοιτάσματα του Ισραήλ. Το deal αφορά μια συνολική ποσότητα 1,4 δισ. κυβικών μέτρων τον χρόνο για διάρκεια 20 και 15 χρόνων αντιστοίχως. Επιστρέφουμε έτσι στην έννοια του «επιχειρηματικού κέρδους».

Πιστεύω ότι γίνατε λίγο σοφότεροι, ώστε να αντιληφθείτε ότι τα πάντα είναι ζήτημα τάιμιγκ –και φυσικά προπαγανδιστικών μηχανισμών. Το μόνο πρόβλημα σ’ αυτό το ηθικοπλαστικό σενάριο είναι ότι υπάρχουν και άλλα, αντιτιθέμενα, «εθνικά συμφέροντα» και είναι κάπως δύσκολο να βρεθεί ένας win-win συνδυασμός μεταξύ απλήστων και ειλικρίνεια μεταξύ κατεργαρέων.

Ας τα δούμε πιο αναλυτικά: Όλες οι σύγχρονες γεωπολιτικές αναλύσεις (λ.χ. το βιβλίο του Πασκάλ Μπονιφάς «Οι πόλεμοι του αύριο») κατατάσσουν τις εξορύξεις και τις μεταφορές ενεργειακών πόρων μεταξύ των βασικών αιτίων πολέμου στη σύγχρονη εποχή. Και πριν να φτάσουμε όμως στις ένοπλες συγκρούσεις, η στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών και η θυσία πολύτιμων πόρων στον βωμό των πολεμικών μηχανών επιβεβαιώνουν το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος του εξορυκτικού μοντέλου.

Αυτή την εικόνα οι περισσότεροι συνηθίζουν να την ψάχνουν σε άλλα μέρη, λ.χ. στις διαρκείς συγκρούσεις για το πετρέλαιο στη Μέση Ανατολή ή στην πρόσφατη ανάφλεξη της σύγκρουσης Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας, που φαίνεται να συνδέεται και με τους αγωγούς φυσικού αερίου. Δεν χρειάζεται όμως να πάνε τόσο μακρυά.

Ο εντεινόμενος ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός για τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου είναι κλασικό παράδειγμα. Το μεγάλο γεωπολιτικό στοίχημα της ελληνικής αστικής τάξης, που παίχτηκε με τη στρατηγική συμμαχία με ΗΠΑ, Ισραήλ και μεγάλες πολυεθνικές και με την προώθηση του αγωγού EastMed ερήμην της αντίστοιχης τουρκικής, έχει προσκρούσει στην αντίδραση της τελευταίας, που έχει και μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ, και έχει προκαλέσει συνθήκες μόνιμης ανάφλεξης και φυσικά εκτίναξη των στρατιωτικών παραγγελιών και στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα βρήκαμε τον εθνικό προμηθευτή όπλων στο πρόσωπο του Μακρόν αλλά εκτός από τα Ραφάλ και τις φρεγάτες, μετρήστε και τα καύσιμα των πτήσεων των πολεμικών αεροπλάνων, των κινήσεων των πολεμικών πλοίων κ.λπ. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτό το γεωπολιτικό στοίχημα το υπηρέτησε πιστά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά είχα εκτιμήσει, σε ανύποπτο χρόνο, ότι είναι το μεγάλο ντηλ στα ανατολικά, που ώθησε τον Τσίπρα σε μια «στάση κυρίου» απέναντι στις ανάδοχες εταιρίες εδώ στα δυτικά.

Μια παρέκβαση εδώ για να υποστηρίξω ότι, ως κίνημα, είναι απαραίτητο να έχουμε εικόνα για την ουσία και το εύρος των ελληνοτουρκικών διαφορών. Είμαστε δηλαδή υποχρεωμένοι να διαβάσουμε και λίγο Διεθνές Δίκαιο και ειδικά Δίκαιο της Θάλασσας. Όχι για να καταλάβουμε τα πάντα αλλά για να είμαστε στοιχειωδώς σε θέση να διακρίνουμε την εθνικιστική προπαγάνδα και να μην παγιδευόμαστε σ’ αυτή. Μεταξύ άλλων, θα συνιστούσα το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη «Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος», που είναι όχι μόνο καλογραμμένο και συνοπτικό αλλά και πολύ εύχρηστο, καθώς παρουσιάζει το πανόραμα των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μέσα από 50 ερωτήσεις και απαντήσεις. Εννοείται ότι αυτές τις διαφορές η ελληνική πολιτική ηγεσία και η διπλωματία τις γνωρίζουν, ο ελληνικός λαός όμως βρίσκεται στο μαύρο σκοτάδι της παραπληροφόρησης από τους Ελληναράδες στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες και διεθνολόγους των καναλιών. Αν επιχειρούσα να συνοψίσω το περιεχόμενό του βιβλίου, θα έλεγα τα εξής:

α’) οι διαφορές στο Αιγαίο δεν είναι μία και μόνη, οι θαλάσσιες ζώνες, αλλά 6: 1. Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ 2. Εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης, δηλ. χωρικών υδάτων 3. Αντιστοίχιση χωρικών υδάτων – εναέριου χώρου 4. Στρατιωτικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου 5. Καθεστώς βραχονησίδων 6. Έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας (FIR).

β’) και οι δύο πλευρές επικαλούνται και έχουν νομική επιχειρηματολογία και μάλιστα σε κάποιες από τις διαφορές η τουρκική είναι ισχυρότερη (λ.χ. στο θέμα του εναέριου χώρου) ενώ σε άλλες είναι η ελληνική (λ.χ. στο θέμα των βραχονησίδων).

γ’) η καλύτερη λύση δεν είναι ένα Διεθνές Δικαστήριο από μόνο του αλλά ο συνδυασμός διαπραγματεύσεων και Δικαστηρίου.

δ’) Όσο οι πολιτικές ηγεσίες και τα μίντια διακινούν τα κυρίαρχα ιδεολογήματα στους δύο λαούς («αναθεωρητικός νεοοθωμανισμός» κατά την ελληνική προπαγάνδα και «στρατιωτική περικύκλωση με αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας» κατά την τουρκική), τόσο αυξάνεται το εσωτερικό πολιτικό κόστος και απομακρύνεται η πιθανότητα συναινετικής, και σε τελική ανάλυση αμοιβαία επωφελούς, λύσης.

Ένα τελευταίο, που σχεδόν οι πάντες αγνοούμε, είναι ότι μέχρι την όξυνση του Κυπριακού η Τουρκία υπήρξε για αρκετές δεκαετίες ένας ανεκτικός γείτονας. Οι περισσότερες διαφορές χρονολογούνται από το 1974 και μετά – ακόμα μια υπηρεσία της ελληνικής χούντας στην «πατρίδα». Για να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, τον Οκτώβριο του 1930, μόλις 8 χρόνια μετά από τη λήξη της μικρασιατικής εκστρατείας, Βενιζέλος και Ατατούρκ υπέγραψαν το Σύμφωνο της ελληνοτουρκικής φιλίας. Αυτό εξασφάλισε τρεις δεκαετίες ομαλών σχέσεων, κατάφερε να απορροφήσει τους κραδασμούς από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα αλλά κατέρρευσε μπροστά στην όξυνση του κυπριακού προβλήματος από την πολιτική των εθνικισμών και στην Κύπρο και στις δύο «μητέρες πατρίδες».

Θα σταθώ λίγο στο πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, το μοναδικό που η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει και επίσημα ως υφιστάμενο. Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσουμε ότι οι δύο έννοιες είναι συγγενείς, γι’ αυτό και πολλές φορές χρησιμοποιείται ο περιεκτικός όρος «θαλάσσιες ζώνες». Η βασική τους διαφορά είναι ότι η υφαλοκρηπίδα περιορίζεται μόνο στον βυθό (συνδέεται δηλαδή με τις εξορύξεις) ενώ η ΑΟΖ είναι ευρύτερη, συμπεριλαμβάνει δηλαδή και την υδάτινη έκταση πάνω απ’ αυτόν (άρα είναι κρίσιμη για τα δικαιώματα αλιείας, παραγωγής ενέργειας από το νερό, από θαλάσσια αιολικά κ.λπ.) Από την άλλη, η νομική αντιμετώπιση της έννοιας της υφαλοκρηπίδας έχει μεγαλύτερη ιστορία και αποτελεί τη βάση για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων. Το πρώτο, που πρέπει να ξέρουμε για τις έννοιες αυτές, είναι ότι, όπου υπάρχει θαλάσσια στενότητα, το Δίκαιο της Θάλασσας απαιτεί προηγούμενη οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των γειτονικών κρατών – είτε με συμφωνία μεταξύ τους είτε με παραπομπή σε Διεθνές Δικαστήριο.

Από την ελληνοτουρκική διαμάχη για τις θαλάσσιες ζώνες ας συγκρατήσουμε δύο σημεία:

α’) Στην Ανατολική Μεσόγειο είναι σε κάθε περίπτωση νομικά αδύνατο μια μελλοντική ελληνική ΑΟΖ να συνορεύει με μια αντίστοιχη κυπριακή. Διότι μια απόφαση Δικαστηρίου θα παρεμβάλει μεταξύ τους οπωσδήποτε μια τουρκική ΑΟΖ, ίσως όχι στην έκταση, που ορίζει το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, αλλά πάντως θα παρεμβάλει. Συμπέρασμα: η προώθηση του αγωγού EastMed ερήμην της Τουρκίας ΚΑΙ των Τουρκοκυπρίων συνιστούσε επιθετική κίνηση εκ μέρους της Ελλάδας, “πρόκληση”, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τα κανάλια τις κινήσεις του Ερντογάν.

β’) Αντίστοιχα στο Αιγαίο, μια πιθανή απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου θα ήταν γύρω στο 25 % για την Τουρκία και 75 % για την Ελλάδα. Συνεπώς, όσοι διακινούν το σύνθημα περί «ελληνικής θάλασσας», είναι εκτός πραγματικότητας ή παραπληροφορούν συνειδητά.

Θεωρώ ότι η αποκλιμάκωση της έντασης είναι κρίσιμο ζητούμενο για τους δύο λαούς μας και επομένως επ’ ουδενί αδιάφορη για το κίνημα. Γι’ αυτό και θεωρώ υποστηρίξιμη την πρόταση του Ηρακλείδη για έναν συνδυασμό διαπραγματεύσεων και παραπομπής όλου του πακέτου των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Δικαστήριο της Χάγης.

Ως μηχανισμό αποκλιμάκωσης, επαναλαμβάνω, και όχι με στόχο την περιβόητη «συνεκμετάλλευση» των κοιτασμάτων, που υποστηρίζουν μερίδες της αστικής τάξης ως εναλλακτική στρατηγική στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Η συνεκμετάλλευση είναι προβληματική αλλά πρέπει να καταλάβουμε, πού βρίσκεται το πρόβλημα. Το πρόβλημα βρίσκεται στην «εκμετάλλευση» –όχι στο «συν»! Η στρατηγική του κινήματος σε Ελλάδα και Τουρκία δεν μπορεί να είναι το «ζήτω ο στρατός (μας)» αλλά η εγκατάλειψη κάθε σχεδίου εξορύξεων και η οικολογική συνδιαχείριση του Αιγαίου από τις δύο πλευρές.

Είναι φανερό ότι υπό αυτές τις συνθήκες η συνάντηση του οικολογικού με το αντιπολεμικό και το διεθνιστικό κίνημα αποκτά καίρια σημασία και μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα γόνιμη και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Υπό ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις: να συνειδητοποιήσουμε ότι η οικολογία δεν είναι κάτι συμπληρωματικό στην «κεντρική» ταξική πολιτική αλλά ένα κεντρικότατο μέτωπο αναπαραγωγής του καπιταλισμού και πολιτικών συγκρούσεων για την υπεράσπιση του πλανήτη. Κι αυτό το μέτωπο δεν μπορούμε να το υπηρετήσουμε ούτε με τις περιβόητες θεωρίες της «εξάρτησης» της Ελλάδας ούτε με τις προ 70 χρόνων αναλύσεις του Μπάτση για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας. Από την άλλη πλευρά πρέπει να ξεπεράσουμε λογικές ότι όλες οι επεμβάσεις του κεφαλαίου είναι το ίδιο καταστροφικές ή, ακόμα χειρότερα, ότι η πιο καταστροφική είναι αυτή, που απειλεί το χωριό μας, και να κατανοήσουμε την κεντρικότητα του αγώνα ενάντια στις εξορύξεις και στα δύο επίπεδα, και στο αντιπολεμικό και στο οικολογικό. Από την άποψη αυτή είναι πραγματικά ευτυχής η συγκυρία της εκδήλωσης, επειδή πριν από 3 μέρες βγήκε στη δημοσιότητα η κοινή ανακοίνωση πολλών οικολογικών οργανώσεων ενάντια στις εξορύξεις και τον πόλεμο στη Μεσόγειο. Την ανακοίνωση συνυπογράφουν 24 ελληνικές οργανώσεις (ανάμεσά τους και οι «Εξορύξεις Stop – Πρέβεζα»), 22 τουρκικές, 4 ελληνοκυπριακές, 3 τουρκοκυπριακές και 11 διεθνείς, κυρίως κουρδικές ή φιλοκουρδικές. Το κίνημα είναι εδώ!

Για να μην περιορίσω όμως την ομιλία μου στη θάλασσα, θα συνοψίσω κάποια συμπεράσματα από το αντιεξορυκτικό κίνημα των τελευταίων χρόνων και θα σταθώ σε 4 ακόμη κρίσιμα σημεία:

Σημείο 1ο το εύρος της αντιπαράθεσης του κινήματος, που μοιραία ανοίγει μια συνολική συζήτηση για το εξορυκτικό μοντέλο. Μπορεί να υπάρξει ένας «προοδευτικός», κρατικός, εξορυκτισμός;

Η απάντηση στο ερώτημα έρχεται κυρίως από τη Λατινική Αμερική (τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ), όπου όντως έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί ένα εναλλακτικό μοντέλο εξορύξεων με έμφαση στις κρατικοποιήσεις, την αξιοποίηση των εσόδων σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και παράλληλα με την εκφώνηση ενός «πατριωτικού» λόγου για την υπεράσπιση της εθνικής ανάπτυξης και κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα όλες οι κυβερνήσεις φάνηκαν απρόθυμες, ή τουλάχιστον ανίκανες, να ελέγξουν τις εξορυκτικές δραστηριότητες ανεξαρτήτως του φορέα τους και οι δυσμενείς επιπτώσεις παρατηρήθηκαν σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, λ.χ. στο κάποτε ελπιδοφόρο Εκουαδόρ για διαρροή αποβλήτων στη ζούγκλα της Αμαζονίας έχουν κατηγορηθεί και η πολυεθνική Texaco-Chevron, η μεγαλύτερη μάλιστα πολύ πρόσφατα, αλλά και η κρατική εταιρία PetroΕcuador.

Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα αυτού του μοντέλου αποδείχθηκε η ευπάθειά του απέναντι στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις των τιμών των πρώτων υλών, η λεγόμενη «ολλανδική ασθένεια». Σε κάθε άνοδο των τιμών ή σε κάθε ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων, η έκρηξη των εσόδων επανεπενδυόταν σε συγκεκριμένους τομείς, άμεσα συνδεδεμένους με την εξορυκτική βιομηχανία, ενώ την ίδια ώρα η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας του νομίσματος οδηγούσε στην εγκατάλειψη ολόκληρων παραγωγικών κλάδων, μιας και τα προϊόντα τους μπορούν πλέον να εισαχθούν σε φθηνότερες τιμές. Όμως η άνοιξη των ψηλών τιμών δεν διαρκούσε για πάντα και η μονοκαλλιέργεια της οικονομίας εγκυμονούσε κινδύνους και μελλοντική φτώχεια. Ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Πριν από την πετρελαϊκή άνθηση της δεκαετίας του ’70 η Βενεζουέλα είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στη Λατινική Αμερική. Ύστερα από 50 χρόνια, και ενώ το ποσοστό του αγροτικού της τομέα έχει φτάσει να είναι μακράν το λιγότερο σε όλη την υπο-ήπειρο, η εικόνα εκατομμυρίων οικονομικών προσφύγων στα σύνορα με την Κολομβία και τη Βραζιλία είναι αρκούντως διδακτική ότι το όραμα της μετατροπής του ορυκτού πλούτου σε κοινωνική ευημερία αποτελεί φαντασίωση. Η πρόσκαιρη βελτίωση των οικονομικών δεικτών απλώς κρύβει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανισορροπία. Και καθώς γρήγορα κέρδη και διαφθορά πάνε παρέα, κάποιες εγχώριες ελίτ μπορεί να πλουτίζουν αλλά οι τοπικές κοινωνίες μπαίνουν σε ένα καθοδικό σπιράλ εξαθλίωσης, από το οποίο είναι αδύνατο να βγουν.

Προσθέτω εδώ ότι το μοντέλο του κρατικού εξορυκτισμού είναι αυτό, που ακολουθεί η Τουρκία, η οποία έχει επενδύσει μεγάλα ποσά στην προμήθεια ερευνητικών σκαφών για θαλάσσιες γεωτρήσεις και επείγεται για «εθνικές επιτυχίες». Προ μηνός μάλιστα ανακοίνωσε πανηγυρικά την ανακάλυψη ενός μεγάλου κοιτάσματος στον Εύξεινο Πόντο.

Σημείο 2ο ο ρόλος του πολιτικού συστήματος

Ο αγώνας κατά των εξορύξεων μετράει ήδη κάποιες σημαντικές νίκες σε παγκόσμιο επίπεδο: απαγόρευση των χερσαίων στη Δανία, των θαλάσσιων στη Νέα Ζηλανδία και τη Μπελίζ της Κεντρικής Αμερικής, όλων στη Γαλλία αλλά από το 2040, απαγόρευση της μεθόδου του φράκιγκ σε διάφορες χώρες κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κυρίως όμως έχουν σημασία τα παραδείγματα από τις γειτονικές μεσογειακές χώρες. Στην Ισπανία έχουν ήδη απαγορευτεί οι θαλάσσιες, ύστερα από μεγάλους αγώνες στα Κανάρια νησιά και τις Βαλεαρίδες, και η νέα κυβέρνηση Σάντσεθ έχει δεσμευτεί ότι θα φέρει νομοσχέδιο πλήρους απαγόρευσης. Στην Ιταλία, αφού προηγήθηκε υποβολή αιτήματος για λαϊκό δημοψήφισμα, η σχετική διαδικασία έχει παγώσει εν αναμονή κατάρτισης νέου χωροταξικού σχεδίου. Ακόμη και στην Κροατία, η κυβέρνηση έχει θεσπίσει μορατόριουμ για τις θαλάσσιες εξορύξεις.

Προφανώς, και υπό τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, η υποταγή στο εξορυκτικό μοντέλο δεν είναι μονόδρομος για κεντροαριστερές ή ακόμη και κεντροδεξιές κυβερνήσεις (Κροατία). Το ζήτημα είναι η στάση των πολιτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα όσων ασκούν ή διεκδικούν κυβερνητική εξουσία. Από την άποψη αυτή όλες ανεξαίρετα οι τελευταίες κυβερνήσεις, και η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με μεγάλο αστέρα τον Υπουργό Μανιάτη και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ ήταν υπέρ των εξορύξεων και απέναντί μας.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που στο κάτω-κάτω διεκδίκησε και πήρε την εξουσία στο όνομα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, άνοιξε το ζήτημα open door συμβάσεων, πακέτου δηλαδή έρευνας-εκμετάλλευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση όχι μόνο καταψήφισε τις πρώτες 3 το 2014 στη Βουλή αλλά τις κατακεραύνωσε ότι δεν προάγουν και δεν κατοχυρώνουν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και εκχωρούν σκανδαλωδώς τα οφέλη του Δημοσίου στους ιδιώτες μισθωτές. Στη συνέχεια, ως Κυβέρνηση, διαπραγματεύτηκε, υπέγραψε και υπερψήφισε άλλες καμιά δεκαριά παρόμοιες, παρά τις κατηγορίες του Μανιάτη ότι «καθυστερεί». Αλλά και όταν επέστρεψε στην αντιπολίτευση, όντας όμηρος της προηγούμενης στάσης του, με την εξαίρεση 4 βουλευτών του, δεν καταψήφισε τις τελευταίες συμβάσεις της Κρήτης αλλά βρήκε ένα αστείο πρόσχημα για να ψηφίσει «παρών», αφού πρώτα ο Πολάκης ανέλαβε να μας εξηγήσει το «εθνικό συμφέρον» από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. Τελευταίος κρίκος στη θλιβερή αλυσίδα είναι η κριτική από τα δεξιά, που κάνει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για τα πρόσφατα επεισόδια στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς έχει συμβάλει καίρια στον πολιτικό αφοπλισμό.

Το 3ο σημείο αφορά το εύρος της συμμετοχής στο κίνημα

Ας επανέλθουμε λίγο στα προηγούμενα παραδείγματα των απαγορεύσεων. Είναι τυχαίο ότι οι αντιδράσεις κατά των εξορύξεων εκδηλώθηκαν σε περιοχές με ισχυρό τουριστικό προφίλ, που λειτουργεί και ως ατμομηχανή για τον αγροδιατροφικό τομέα; Είναι τυχαίο ότι οι κίνδυνοι για το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο λειτούργησαν ως καταλύτης για την πλειοψηφία του πληθυσμού και ανάγκασαν τελικά την Τοπική Αυτοδιοίκηση, όχι μόνο τις δημοτικές αλλά και τις περιφερειακές αρχές (στην Ισπανία τις αυτόνομες κυβερνήσεις), να ηγηθεί των κινητοποιήσεων;

Στα καθ’ ημάς είναι τυχαίο ότι οι αντιδράσεις εκδηλώθηκαν πρώτα και κυρίως στην περιοχή του Ζαγορίου, που έχει επίσης τέτοιο προφίλ; Η επιλογή του Ζαγορίου μεταξύ των πρώτων περιοχών έρευνας ήταν αποδεδειγμένα ένα κρίσιμο λάθος της κοινοπραξίας Repsol-Energean, το οποίο προσπάθησαν στη συνέχεια να συμμαζέψουν. Ο Περιφερειάρχης μας λ.χ., διεκδικώντας δάφνες όχι πολιτικού αλλά γεωλόγου πριν από τα αποτελέσματα των ερευνών, μας ενημέρωσε ότι «το Ζαγόρι δεν παρουσιάζει εξορυκτικό ενδιαφέρον» ενώ η Κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε να προωθήσει φάκελο υποψηφιότητας της περιοχής για τη λίστα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Πρόκειται για ένα κλασικό κλείσιμο ματιού ότι τουλάχιστον σε ένα κεντρικό πυρήνα του Δήμου Ζαγορίου δεν θα προχωρήσουν οι εξορύξεις. Και για να προσθέσω ακόμα ένα παράδειγμα, είναι τυχαίο ότι κατά την προηγούμενη δεκαετία οι αντιδράσεις εναντίον του ελληνο-ιταλικού αγωγού φυσικού αερίου «Ποσειδών» (εγκαταλείφθηκε λόγω ανταγωνισμού του ΤΑΡ αλλά τώρα πάει να νεκραναστηθεί…) εκδηλώθηκαν στην τουριστικά αναπτυγμένη παραθαλάσσια περιοχή Πέρδικας-Συβότων της Θεσπρωτίας;

Προφανώς και ο τουριστικός κλάδος διέπεται από καπιταλιστικές σχέσεις και επίσης ευθύνεται για τη δημιουργία ουκ ολίγων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Είναι όμως αυτός επαρκής λόγος να περιορίσουμε το εύρος και τη δυναμική του αντιεξορυκτικού κινήματος; Είναι επαρκής λόγος να επικεντρώσουμε την απεύθυνσή μας στην εργατική τάξη, όπως υποστήριξαν με πείσμα ομάδες συντρόφων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς; Και για να θέσω και πιο δύσκολα ερωτήματα, εάν σε 10 χρόνια θάχει όντως επικρατήσει το εξορυκτικό μοντέλο, αφού πρώτα θάχει καταστρέψει χιλιάδες θέσεις εργασίας στην αγροτική παραγωγή, την αλιεία και τον τουρισμό, δεν θα εμφανιστεί άραγε μια εργατική τάξη, που θα ιεραρχεί το δικό της δικαίωμα στην εργασία πάνω από τη μόλυνση των υδάτινων αποθεμάτων ή την αύξηση των καρκίνων και θα χαρακτηρίζει «μύθο» τα περιβαλλοντικά προβλήματα;

Κατά την άποψή μου, σ’ έναν κόσμο ούτως ή άλλως κυριαρχημένο από το κεφάλαιο, οι μεγάλες οικολογικές μάχες, που θέλουν να αποκτήσουν βάθος και συνέχεια, απαιτούν ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες όχι μόνο με τους εργαζόμενους και τους αυτο-απασχολούμενους αλλά ακόμα και με θιγόμενες μερίδες του κεφαλαίου, κατά κανόνα τοπικού και μικρού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ούτε παραίτηση από την κριτική μας στάση ούτε και απουσία αντιπαράθεσης σε άλλα περιβαλλοντικά μέτωπα.

Σημείο 4ο η περίπτωση του φυσικού αερίου. Είναι αυτή η απάντηση στο ενεργειακό πρόβλημα;

Τον τελευταίο καιρό το πολιτικό σύστημα, κεντρικό και τοπικό, διακινεί έντονα μια διάκριση των υδρογονανθράκων μεταξύ του «κακού» και με πολλές αρνητικές συνέπειες πετρελαίου και του «καθαρού» φυσικού αερίου, που μάλιστα χαρακτηρίζεται καύσιμο «ενεργειακής μετάβασης». Αυτή είναι και η αιχμή της προπαγάνδας του παγκόσμιου εξορυκτικού λόμπι, οφειλόμενη αφενός στο ότι αυξάνονται παντού οι αντιδράσεις για την κλιματική αλλαγή και αφετέρου, και κυρίως, στο ότι τα ανεξερεύνητα κοιτάσματα φυσικού αερίου, κυρίως τα θαλάσσια, μπορούν να εγγυηθούν ένα νέο κύκλο κερδοφορίας για τις μεγάλες πολυεθνικές των υδρογονανθράκων.

Από τη συζήτηση όμως για το φυσικό αέριο απουσιάζουν κατά κανόνα κάποιες διαστάσεις:

– ότι το φυσικό αέριο μπορεί να είναι «φιλικότερο» από το πετρέλαιο αλλά όχι και «φιλικό».

– ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της χρήσης του αερίου για θέρμανση και της χρήσης για παραγωγή ενέργειας ή στη βιομηχανία, όπου έχει απώλειες απόδοσης της τάξης του 70 %.

– ότι η εκμετάλλευσή του απαιτεί συμπίεση και επομένως οι εγκαταστάσεις του εγκυμονούν διαρκείς κινδύνους εκρήξεων με πολλά παραδείγματα διεθνώς (το φονικότερο είναι η έκρηξη υγραερίου στην Ούφα της Σιβηρίας με 600 νεκρούς το 1989, που όμως επισκιάστηκε από το Τσερνομπίλ).

– ότι το βασικό του συστατικό, το μεθάνιο, σε περίπτωση διαρροής προκαλεί αύξηση θερμοκρασίας 23 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα.

– ότι τέτοιες διαρροές είναι συχνές στο fracking (στα ελληνικά υδραυλική ρωγμάτωση), που είναι μια μη συμβατική μέθοδος εξόρυξης αερίου εγκλείστου σε σχιστολιθικά πετρώματα και συνήθως μπαίνει στην ημερήσια διάταξη μετά από την εξάντληση των συμβατικών κοιτασμάτων. Το φράκιγκ είναι μακράν η πιο καταστροφική μέθοδος εξόρυξης και ναι μεν έχει εξασφαλίσει στις ΗΠΑ να γίνουν ξανά, μετά από πολλές δεκαετίες, εξαγωγέας υδρογονανθράκων αλλά έχει καταρυπάνει αρκετές μεσοδυτικές πολιτείες.

Ανοίγω μια νέα παρένθεση εδώ για να προσθέσω ότι ο βασικός εκπρόσωπος του λόμπι του φράκιγκ είναι ο ίδιος ο Τραμπ, ο οποίος πασχίζει να βρει αγοραστές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) για τις αμερικανικές εταιρίες. Αυτό ήταν ένα βασικό θέμα στις λίγο παλιότερες συνομιλίες Τραμπ-Μητσοτάκη και συνδέστε το παρακαλώ με την είδηση ότι o Μαρινάκης μπαίνει με 10 δεξαμενόπλοια, άλλα υπό κατασκευή σε κορεάτικα ναυπηγεία και άλλα υπό παραγγελία, στην παγκόσμια αγορά μεταφοράς LNG. Δεν είναι φυσικά ο μόνος Έλληνας εφοπλιστής με παρόμοιες ευγενείς φιλοδοξίες. Αν είναι να αντικαταστήσουμε τους λιγνίτες με το φράκιγκ, τα κροκοδείλια δάκρυα για την κλιματική αλλαγή είναι για τα σκουπίδια.

– και, τέλος, από τη συζήτηση απουσιάζει φυσικά η διάσταση ότι ο έλεγχος της παραγωγής, της μεταφοράς, της διάθεσης αλλά και της τιμής του φυσικού αερίου, ανήκει σε αδιαφανείς κερδοσκοπικούς κολοσσούς.

Ας ξέρουμε ότι η εκμετάλλευση του μεγαλύτερου κοιτάσματος φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Κρόνιγκεν της Ολλανδίας, διακόπηκε ύστερα από τη διαπιστωμένη μεγάλη άνοδο σεισμικότητας σε μια περιοχή, που μέχρι τότε αγνοούσε το φαινόμενο.

Συνοψίζοντας, η λύση δεν είναι οι δήθεν «φιλολαϊκές» κρατικές εξορύξεις αλλά η απόρριψη του καπιταλιστικού ενεργειακού μοντέλου των μεγάλων κερδών για ιδιωτικά και κρατικά μονοπώλια, των οικολογικών καταστροφών πλανητικής κλίμακας, των θερμών επεισοδίων και των ανταγωνισμών και στην παραγωγή και στη μεταφορά των πόρων και η μάχη για ένα ενεργειακό μοντέλο με άλλα χαρακτηριστικά, για τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε και στη συνέχεια, στον ορίζοντα του ευρύτερου κοινωνικού και οικολογικού μετασχηματισμού της οικονομίας. Και προς το παρόν η τοποθέτηση των οικολογικών μετώπων ακόμα και στην πρώτη θέση της ατζέντας του αντικαπιταλιστικού κινήματος, η συνειδητοποίηση ότι η κλιματική αλλαγή –και ήδη κρίση!– δεν είναι «απάτη του συστήματος» αλλά παρούσα και επίδικο πεδίο πολιτικής σύγκρουσης.

Αφήστε ένα σχόλιο

five + three =