Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης
Όλη η συζήτηση περί επιστημονικής θεμελίωσης και επιστημολογικής κριτικής των μέτρων έχει συγκροτηθεί και πολωθεί με τον εξής τρόπο: Η μία πλευρά αποδέχεται τα μέτρα ως επιστημονικά τεκμηριωμένα, και είτε στηρίζει την εκάστοτε εγχώρια κυβέρνηση είτε της ασκεί κριτική ως προς την οικονομική διαχείριση της πανδημίας. Η άλλη πλευρά προσπαθεί να κάνει μια κριτική στον επιστημονικό λόγο εν γένει, ώστε να αποδομήσει το κύρος του, κι έτσι να «χτυπήσει» ιδεολογικά την κυρίαρχη εξουσία. Θα προσπαθήσω να δείξω γιατί και οι δύο απόψεις είναι λανθασμένες.
Γιατί είναι αβάσιμη η τακτική των γενικών lock downs
Ως προς την πρώτη άποψη, νομίζω ότι αρκεί να δει κανείς τις δύο πρόσφατες έρευνες [1] του Γιάννη Π.Α. Ιωαννίδη, και άλλες δύο συνεντεύξεις που παραχώρησε το τελευταίο διάστημα [2], για να διαπιστώσει ότι δεν ισχύει. Σε γενικές γραμμές, αυτό που λέει ο Ιωαννίδης είναι το εξής:
«Ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων εκτιμά ότι είναι περίπου 20 φορές μεγαλύτερος από τα διαγνωσμένα παγκοσμίως, δηλαδή ήδη περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού [3].
[…] Αν μολυνθεί το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, εκτιμά ότι οι θάνατοι από την πανδημία διεθνώς θα φθάσουν τελικά σχεδόν τα 8,8 εκατομμύρια. Αν το ποσοστό μόλυνσης δεν ξεπεράσει το 30% (κάτι που θεωρεί πιο εύλογο), οι θάνατοι δεν θα ξεπεράσουν τα 4,4 εκατομμύρια. Αν το ποσοστό μολύνσεων ειδικότερα στις ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένοι κ.α.) περιοριστεί στο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, τότε ακόμη κι αν μολυνθεί το 60% του παγκόσμιου γενικού πληθυσμού, εκτιμά ότι οι θάνατοι δεν θα ξεπεράσουν τα 1,8 εκατομμύρια» [4].
Το ελληνικό κράτος, όλους αυτούς τους μήνες που πέρασαν από το προηγούμενο lock down, απλώς περίμενε να υπερφορτωθεί πάλι το σύστημα υγείας, μην κάνοντας τίποτα στο ενδιάμεσο. Αποτέλεσμα: Πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι, αλλά σταδιακά, και το διάστημα της οικονομικής κρίσης λόγω Covid παρατείνεται διαρκώς με διαδοχικά lock downs.
Αυτό που δείχνει η έρευνα του Ιωαννίδη είναι ότι με μαζικά τεστ, και στοχευμένα μέτρα μόνο για διαπιστωμένα θετικά κρούσματα (τα οποία λόγω των μαζικών τεστ αυξάνονται πολύ) και για ευπαθείς ομάδες (αποσυμφόρηση γηροκομείων και ΜΜΜ, κλπ), θα είχαμε σίγουρα λιγότερους νεκρούς συνολικά (το πόσο λιγότερους είναι συζητήσιμο, στο πρώτο paper ο Ιωαννίδης δίνει μια συγκεκριμένη εκτίμηση), αλλά και μικρότερη διάρκεια της νέας οικονομικής κρίσης, της ανεργίας και της φτώχειας που δημιουργήθηκαν εν μέσω Covid.
Η τακτική των διαδοχικών lock downs συνιστά μια κατεξοχήν τακτική ανοσίας αγέλης, αν ιδωθεί συνολικά σε όλο το χρονικό διάστημα υλοποίησής της. Βέβαια, όλες οι τακτικές διαχείρισης της πανδημίας είναι αναγκαστικά, αν ιδωθούν μακροπρόθεσμα, τακτικές ανοσίας αγέλης, καθώς μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί εν τέλει προστασία του συνόλου τού πληθυσμού.
Όμως, η τακτική που ακολουθείται, είναι αυτή με τον μεγαλύτερο περιορισμό μετακινήσεων, γι’ αυτό και εμποδίζει στον μέγιστο βαθμό την ανάπτυξη ευρείας ανοσίας (ώστε να προστατευτούν οι ευπαθείς ομάδες και να μην παρατείνεται αορίστως όλη η κατάσταση) και συγχρόνως προκαλεί τα περισσότερα κοινωνικά προβλήματα.
Ακόμη και το εμβόλιο είναι ένας μηχανισμός παροχής καθολικής ανοσίας, μέσω ήπιας και καθολικής νόσησης. Εμβόλιο δεν υπάρχει, κανείς δεν ξέρει ακόμα αν θα μπορέσει να υπάρξει, ή σε πόσο καιρό θα γίνει αυτό. Η βιαστική παραγγελία εμβολίων για τόσο μαζική χρήση, χωρίς εκτεταμένες δοκιμές, μπορεί να έχει επικίνδυνα αποτελέσματα.
Ακόμη κι αν υπάρξει ασφαλές εμβόλιο μέσα στους επόμενους μήνες, ενώ δεν έχει ξαναβγεί εμβόλιο για τόσο μεγάλη χρήση σε τόσο μικρό διάστημα, αυτό θα αποτελέσει καθαρή τύχη για τις κυβερνήσεις και τις τακτικές που αυτές ακολούθησαν από τον Μάρτιο. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκαν την πανδημία θα παραμείνει μια δέσμη διαδοχικών και αβάσιμων στοιχηματισμών.
Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη απλώς περιμένουν ένα «θαύμα» με την εύρεση ασφαλούς εμβολίου σε ελάχιστο διάστημα, κι αν το «θαύμα» συμβεί, δεν θα το ερμηνεύσουν θεολογικά, αλλά αιτιοκρατικά: Θα μας πουν ότι το είχαν προβλέψει, ότι η επιστήμη θριάμβευσε, και άλλα συναφή. Ο πλήρης κύκλος της πανδημίας εκτιμάται να ολοκληρωθεί το 2024 (4-5 χρόνια συνολικά). Όσο περνά ο καιρός, η διάθεση του εμβολίου είναι πιθανό να γίνει όλο και πιο κοντά στην ολοκλήρωση του πλήρη κύκλου της πανδημίας.
Ανεξάρτητα, όμως, από το ενδεχόμενο εύρεσης του κατάλληλου εμβολίου, απεδείχθη ότι η τακτική που ακολουθήθηκε έως τώρα ήταν καταστροφική και ότι υπήρχαν καλύτερες, ενώ αν είχαν γίνει μαζικά τεστ, αυτό θα είχε αποδειχθεί και νωρίτερα.
Λανθασμένη και βάσιμη επιστημολογική κριτική
Ας εξετάσουμε τώρα την άποψη, με βάση την οποία δημιουργείται μια «πολιτική» επιστημολογική κριτική, ώστε να αποδομηθεί η επιστημονικός λόγος στον οποίο (δήθεν) στηρίζονται οι πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας.
Προβαίνουμε σε απίστευτη υπερεκτίμηση και αναβάθμιση της τακτικής που ακολουθείται, όταν λέμε όχι απλώς είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, αλλά ότι είναι τόσο επιστημονικά τεκμηριωμένη, που η κριτική σε αυτήν αναδεικνύει τις αντιφάσεις του ευρύτερου επιστημονικού οικοδομήματος, αν θεωρεί κανείς ότι υπάρχει ένα τέτοιο συνεκτικό οικοδόμημα, όπου κάθε πεδίο επικοινωνεί με όλα τα άλλα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αν τα κράτη ακολουθούσαν έναν πιο ουσιαστικό και τεκμηριωμένο τρόπο διαχείρισης την πανδημίας, εμείς θα έπρεπε να υπακούσουμε άκριτα σε αυτήν, λόγω της αυθεντίας των ειδικών. Δεν σημαίνει ότι δεν θα υπήρχε ιδεολογικό και επιστημολογικό πρόβλημα. Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε ούτε καν με μια τέτοια κατάσταση. Θα ήταν πολύ πιο βολικό για κάθε κυβέρνηση να ίσχυε κάτι τέτοιο.
Όταν μια τακτική δεν ευσταθεί ούτε καν με στοιχειώδεις επιστημονικούς όρους, η επιστημολογική κριτική είναι σε δεύτερο επίπεδο, κι αν την φέρουμε σε πρώτο πλάνο και μιλήσουμε αποκλειστικά με βάση αυτήν, συσκοτίζουμε το γεγονός ότι αυτή η τακτική δεν στέκει με πολύ πιο απλούς και κοινωνικά κατανοητούς λόγους από αυτούς που επικαλούμαστε.
Είναι πολύ πιο εύκολο για κάθε πολιτική ομάδα/οργάνωση, για κάθε άνθρωπο που παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο, να φτιάξει ένα σχήμα με έναν ενιαίο και μοναδικό εχθρό: καλή κυβέρνηση, καλή επιστήμη· κακή κυβέρνηση, κακή επιστήμη· καλό κράτος, κακή επιστήμη· κακό κράτος, κακή επιστήμη, και τα λοιπά…
Το σύγχρονο κράτος επικαλείται την επιστήμη για να φτιάξει μια κοινωνική εικόνα του εαυτού του μέσω αυτής. Αυτή η διαδικασία παράγει ή υπάρχει ταυτόχρονα με τη συγκρότηση μιας κυρίαρχης ιδεολογίας περί επιστήμης. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει απαραίτητα μια «καθαρή επιστήμη» που αιωρείται κάπου έξω από την κοινωνία. Ούτε σημαίνει, όμως, ότι δεν υπάρχουν θεωρητικά εργαλεία, είτε τα βαφτίσουμε «επιστημονικά» είτε όχι, για την ισχύ των οποίων δεν μπορούμε να αποφανθούμε με μια ιδεολογικοποιημένη επιστημολογική κριτική στην εξουσία.
Η συλλογιστική την οποία νομίζω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε είναι η εξής: Καταδεικνύουμε ότι η ασκούμενη τακτική είναι αντιφατική ακόμη και με αυστηρά επιστημονικούς όρους· αποδομούμε με ιδεολογικούς όρους την εικόνα της επιστήμης που συγκροτεί η κυρίαρχη εξουσία για να συντηρήσει τον εαυτό της (αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι έκανε ο Φουκώ σε μεγάλο βαθμό)· αποδομούμε με επιστημολογικούς όρους το μέρος της επιστήμης ή των θεμελίων αυτής, που καθιστά δυνατή την ύπαρξη της ιδεολογικοποιημένης εικόνας της επιστήμης την οποία η κυρίαρχη εξουσία αναπαράγει προκειμένου να αναπαράγει τον εαυτό της. Κι όταν λέω αποδομούμε, εννοώ προσπαθούμε να αποδομήσουμε, δεν είναι σίγουρο ότι μπορούμε να το κάνουμε.
Όποιος παραλείπει το πρώτο στάδιο και θεωρεί ότι πραγματοποιεί τα δύο τελευταία συγχρόνως, με ένα ενιαίο ιδεολογικό σχήμα, απλώς εξιδανικεύει τα δικά του θεωρητικά εργαλεία, και εν τέλει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και το πρόβλημα όταν κάποιος αποδίδει στις (θετικές) επιστήμες την έννοια του «μετρήσιμου» ως έσχατο περιεχόμενό τους, προκειμένου να τις απορρίψει, αναπαράγοντας έτσι την ιδεολογική εικόνα που η εξουσία φτιάχνει για την επιστήμη εν γένει.
Αυτή η εικόνα στηρίζεται, σε πρώτο επίπεδο, στην ψευδή αντίληψη ότι κάθε πεδίο των θετικών επιστημών θεμελιώνεται πάνω στη δυνατότητα μέτρησης και φτάνει μέχρι τα όρια των μετρήσεων. Σε δεύτερο επίπεδο, γίνεται το εξής λογικό άλμα: Θεωρείται ότι αυτή η ψευδής θεμελίωση των θετικών επιστημών συγκροτεί ένα επιστημολογικό παράδειγμα δομής για τη θεμελίωση όλων των επιστημονικών πεδίων, και άρα της επιστήμης εν γένει. Σε τρίτο επίπεδο, θεμελιώνει, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πεδίο της οικονομίας, και στη συνέχεια, το πεδίο της διοικητικής διαχείρισης της οικονομίας. Έτσι, στο τελευταίο επίπεδο, θεμελιώνει το πεδίο της πολιτικής, ως επιστημονικά θεμελιωμένης διακυβέρνησης.
Άρα, η όλη συζήτηση μπορεί να αναχθεί στο εξής ερώτημα: Υπάρχει κάποιο πεδίο των θετικών επιστημών, το όποιο να μην έχει ως θεμέλιο και περιεχόμενο τη μέτρηση; Ναι, υπάρχει, και σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, είναι τα Μαθηματικά. Επειδή τα μαθηματικά είναι οικοδόμημα θεωρημάτων και προτάσεων που βασίζονται τελικά σε αξιώματα, και όχι συλλογή δεδομένων, δηλαδή όχι συστηματοποίηση ειδικών περιπτώσεων για την κατασκευή γενικών κανόνων ή συμπερασμάτων.
Το πρόβλημα που ανακύπτει τώρα, είναι το εξής: Η Στατιστική θεμελιώνεται (και) στη μέτρηση, αλλά συγχρόνως αποτελεί κλάδο των Μαθηματικών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κυρίαρχη αντίληψη περί επιστήμης είναι ένας τρόπος να βλέπουμε τα Μαθηματικά μέσα από τα Υπολογιστικά Μαθηματικά και τη Στατιστική, και μετά μέσα από αυτή την εικόνα των Μαθηματικών να συγκροτούμε μια εικόνα περί επιστήμης εν γένει, αποδεχόμενοι τελικά μια συγκεκριμένη εικόνα της οικονομίας και της πολιτικής.
Το κεντρικό ζήτημα με τη διαχείριση της πανδημίας είναι ότι σε αρκετές χώρες δεν έχουν γίνει καν οι απαραίτητες μετρήσεις (μαζικά τεστ) για να μπούμε σε όλη αυτή την συζήτηση. Και εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται επικεντρωμένη η πολιτική κριτική.
Η ουσιαστική επιστημολογική συζήτηση είναι η εξής: Μπορεί να υπάρξει τρόπος μαθηματικής θεμελίωσης της Στατιστικής, χωρίς να δημιουργούνται ή να διατηρούνται ιδεολογικές ψευδαισθήσεις περί επιστήμης εν γένει; Μπορούμε να απορρίψουμε τη Στατιστική ως επιστημονικό πεδίο; Πρέπει να απορρίψουμε ένα μέρος της Στατιστικής ως εργαλείο για την άσκηση πολιτικής; Αν αφήσουμε στην άκρη τη μέτρηση, ποιος είναι ο πυρήνας των Μαθηματικών;
Όλη η συζήτηση που αναπαράγεται εδώ και μήνες στηρίζεται στην παραδοχή ότι κάθε κυβέρνηση έχει συγκεκριμένη στρατηγική για τη διαχείριση της πανδημίας, και αυτή είναι σωστή ή λανθασμένη: δηλαδή, πολιτικά σωστή ή λανθασμένη, αλλά επιστημονικά βάσιμη. Άρα, όπως είπαμε, ο καθένας είτε κάνει πολιτική και οικονομολογική κριτική στην κυβέρνηση αποδεχόμενος ότι οι επιλογή του lock down είναι υγειονομικά (επιστημονικά) βάσιμη, είτε προσπαθεί να αποδομήσει με λανθασμένο τρόπο το (δήθεν) επιστημονικό υπόβαθρο των πολιτικών αποφάσεων που επιβάλλονται.
Αυτό γίνεται επειδή είναι προϋπόθεση να πιστεύει κανείς ότι η κυρίαρχη εξουσία ακολουθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική, για να έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί και ο ίδιος να συγκροτήσει μια στρατηγική, χρησιμοποιώντας κάποια άλλα, δικά του, θεωρητικά εργαλεία.
Προς απογοήτευση κάθε πολιτικής οργάνωσης, κάθε πολιτικής ομάδας, κάθε παρέας και κάθε ατόμου με τις αντίστοιχες ψευδαισθήσεις, δεν μπορεί να υπάρξει αυτή τη στιγμή στρατηγική διαχείρισης της πανδημίας που να στέκει και πολιτικά και επιστημολογικά, ούτε μια κριτική σε κάθε ενδεχόμενη διαχείριση της πανδημίας που να μην αντιφάσκει, συγχρόνως, ούτε πολιτικά, ούτε επιστημολογικά.
Τα μαζικά τεστ είναι προϋπόθεση για να μπορέσει να ξεκινήσει η επί της ουσίας συζήτηση, αλλά και για να μπορεί να υπάρξει και κάποια συγκεκριμένη, ουσιαστική, και όχι αμήχανη, πολιτική διεκδίκηση. Μέχρι τότε, όλοι υπακούμε στα μέτρα ή τα παραβαίνουμε με βάση το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να συλληφθούμε, το πόσο φοβόμαστε τον ιό ή τα πρόστιμα, και όχι επειδή έχουμε μια συγκροτημένη και συνεκτική άποψη για το τι γίνεται. Ακόμη κι αν θεωρούμε ότι έχουμε.
Κάτι που μπορούμε να έχουμε ως ελάχιστη κοινή βάση συζήτησης είναι το γεγονός ότι η Σλοβακία έκανε τεστ στον μισό πληθυσμό της μέσα σε ένα μόνο σαββατοκύριακο, καταρρίπτοντας τον μύθο ότι τα μαζικά τεστ δεν είναι εφικτά για οικονομικώς «αδύναμα» κράτη ή ότι απαιτούν πολύ χρόνο [5].
Στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, η άρνηση για τη διενέργεια μαζικών τεστ συνδέεται και με το γεγονός ότι, αναπαράγονται οι απόψεις μόνο των λοιμωξιολόγων και όχι των επιδημιολόγων. Μια από τις διαφορές των δύο κλάδων είναι ότι οι επιδημιολόγοι έχουν συνήθως και γνώσεις μαθηματικών.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπορούν να μελετήσουν την εξέλιξη φαινομένων όπως οι επιδημίες, και όχι να κοιτούν μόνο τα συμπτώματα και κάποιους βασικούς δείκτες που προκύπτουν από την απλή καταγραφή δεδομένων του συστήματος υγείας. Αυτή είναι ίσως και η διαφορά ανάμεσα στην κάθε φορά μεσοπρόθεσμη τακτική την οποία προτείνει η «επιτροπή λοιμωξιολόγων» (στην οποία υπάρχει συντριπτική πλειοψηφία λοιμωξιολόγων και ελάχιστη παρουσία επιδημιολόγων), και τις στρατηγικές που προτείνουν τα επιδημιολογικά μοντέλα, κάνοντας μια προσέγγιση του συνολικού φαινομένου, και όχι απλώς μια ερμηνεία κάποιας δέσμης πρόσφατων στιγμιοτύπων του.
Μπορεί όλες οι επιδημιολογικές στρατηγικές να είναι προβληματικές πολιτικά. Όμως θα ήταν, τουλάχιστον, ένα στέρεο έδαφος διαφωνίας. Όλη η δημόσια συζήτηση έχει ετεροκαθοριστεί από τις πολιτικές αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας τους τελευταίους μήνες και παραμένει σε λανθασμένη βάση.
Ελπίζω κείμενα όπως το παρόν να συμβάλλουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] John P. A. Ioannidis, Global perspective of COVID‐19 epidemiology for a full‐cycle pandemic, European Journal of Clinical Investigation, 7/10/20, και John P A Ioannidis, Infection fatality rate of COVID-19 inferred from seroprevalence data, Bulletin of the World Health Organization, 14/10/2020.
[2] Ιωαννίδης για τα μέτρα κατά του κορωνοιού, Sigmatv, 4/11/20, και Ελληνικό Εθνικό Lockdown No2 και SARS-CoV2 / Covid 2019, Cretetv, 6/11/20
[3] Δάφνη Σκαλιώνη, Στο 0,23% η θνητότητα του κορονοϊού παγκοσμίως εκτιμά ο καθηγητής του Στάνφορντ, Γ. Ιωαννίδης, ert.gr
[4] Ό.π.
[5] Τεστ στον μισό πληθυσμό της σε μία μόνο μέρα έκανε η Σλοβακία, naftemporiki.gr, 1/11/20