Μια ιστορία προδοσίας εναντίον των αναρχικών ανταρτών

0

Ο συντάκτης μας Yavor Tarinski συνεχίζει το αφιέρωμά του για το μαύρο ημερολόγιο του ελευθεριακού κινήματος της Βουλγαρίας, επί της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ένα από τα μεγαλύτερα ελευθεριακά κινήματα στην Ευρώπη, το βουλγαρικό αναρχικό κίνημα, πνίγηκε στο αίμα του από την «εξουσία του λαού». Κάθε μήνα δημοσιεύουμε κάποια καθοριστική ημερομηνία της εποχής αυτής. Σήμερα, κλείνουμε με το 7ο άρθρο αυτή την τακτική σειρά του αφιερώματος. Επιφυλλασόμαστε, όμως, για επόμενες νέες σχετικές δημοσίευσεις που καταδεικνύουν κι άλλες άγνωστες πτυχές της περιόδου. Όλα τα άρθρα της σειράς βρίσκονται εδώ.

1η Οκτωβρίου 1951: Η βουλγαρική αντάρτικη ταξιαρχία «Τσέτα της Τουρίας» –μέρος του ευρύτερου κινήματος των γκοριάνοι, όπως έχουμε εξηγήσει σε προηγούμενο άρθρο– αποτελούμενη κυρίως από αγροτιστές και από τέσσερις αναρχικούς, εξαλείφεται από τις ένοπλες δυνάμεις των Κομμουνιστικών Αρχών. Το βουνό Στάρα Πλανινά (δυτικός Αίμος) υπήρξε το έδαφος αυτών των ανταρτών. Ένας μυστικός πράκτορας που είχε διεισδύσει στην «Τσέτα της Τουρίας» τους παρέσυρε σε μια συνάντηση δήθεν με μια άλλη αντάρτικη ομάδα. Στην πραγματικότητα, όμως, τους οδήγησε σε ενέδρα και όταν οι αντάρτες φτάνουν στο σημείο, σκοτώνονται όλοι. Τα σώματά τους βρίσκονται θαμμένα σε έναν μαζικό τάφο ανάμεσα στα χωριά Τουρία και Ρόζοβετς.

Ωστόσο, πριν από τη μοιραία συνάντηση, τρεις από τους αναρχικούς –ο Χρίστο Τσολάκοφ, ο Μίντσο Ποπόφ και ο Ράντνιο Μίνεφ– αρχίζουν να υποπτεύονται τον πράκτορα. Φτάνουν ακόμη και στο σημείο να ζητούν από τους συντρόφους τους να συμφωνήσουν να τον σκοτώσουν, αλλά η υπόλοιπη ομάδα αρνείται να πιστέψει τις κατηγορίες. Οι τρεις αναρχικοί παραμένουν πεπεισμένοι για τις πραγματικές προθέσεις του πράκτορα και αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την «Τσέτα της Τουρίας» πριν από τον Οκτώβριο.

Στη φωτογραφία: τα οστά των ανταρτών από την “Τσέτα της Τουρίας” (Spas S. Raykov: State Security Dossier Deserters: Journey against the winds of the XX century, Volume 3, Pensoft 2002, p517)

Για δύο ολόκληρα χρόνια οι τρεις αναρχικοί παραμένουν στη παρανομία, οπλισμένοι στα βουνά, δημιουργώντας ένα σημαντικό δίκτυο χωρικών (οι λεγόμενοι γιατάτσοι), πρόθυμων να δίνουν καταφύγιο και φαγητό σε αναρχικούς και αγρότες αντάρτες.

Στις 18 Ιανουαρίου 1954, φτάνουν στο σπίτι του βοσκού Πάντσο, κοντά στην πόλη του Κάρλοβο. Χωρίς να υποπτεύονται για την επερχόμενη προδοσία του, μπαίνουν μέσα. Ο προδότης Πάντσο εγκαταλείπει το σπίτι με το πρόσχημα ότι πηγαίνει να φέρει ξύλα για τη φωτιά. Με την έξοδό του, αφήνει την πόρτα ανοιχτή. Την ίδια στιγμή τούς περικυκλώνουν πράκτορες από τις μυστικές υπηρεσίες και στρατιώτες της πολιτοφυλακής. Οι άνδρες των πολιτοφυλακών εισέρχονται στο σπίτι και ξεκινούν οι πυροβολισμοί μεταξύ των δύο πλευρών. Οι αναρχικοί Χρίστο Τσολάκοφ και Μίντσο Ποπόφ σκοτώνονται.

Ο Ράντνιο Μίνεφ, αφού βλέπει την απελπισμένη αυτή κατάσταση, κάνει μια ανεπιτυχή απόπειρα αυτοκτονίας –πυροβολεί τον εαυτό του στο κεφάλι, αλλά καταφέρνει μόνο να καταστρέψει το πρόσωπό του. Συλλαμβάνεται, ενώ τα σώματα των δύο νεκρών συντρόφων του λεηλατούνται, παίρνονται τα πορτοφόλια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, φωτογραφούνται και στη συνέχεια πετάγονται κοντά στο χωριό Σούσιτσα, όπου για μερικές ημέρες τα πτώματα των δύο αναρχικών-γκοριάνοι παραμένουν ημι-θαμμένα για να φαγωθούν από αδέσποτα σκυλιά.

Ο Ράντνιο Μίνεφ καταδικάζεται σε θάνατο από την «εξουσια του λαού», αλλά αργότερα, η ποινή του αλλάζει και θα παραμείνει 12 χρόνια σε μπολσεβίκικο στρατόπεδο συγκεντρωσης (γκούλαγκ), με σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας του παραμορφωμένου προσώπου του από την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.

Αυτή ήταν, εν συντομία, η ιστορία του τέλους του μικρού αυτού γκρουπ των αναρχικών-γκοριάνοι, που υπήρξαν μέλη σε μία από τις μακροβιότερες αντάρτικες ομάδες που πάλεψαν για την ελευθερία ενάντια στους μπολσεβίκους.

Ο Χρίστο Τσολάκοφ (1922-1954)

Φωτογραφία κειμένου: Στο κέντρο απεικονίζεται μία ακόμη εμβληματική αναρχική φυσιογνωμία της Βουλγαρίας, ο Μανόλ Βάσεφ. Γύρω του βρίσκεται πλήθος ξεσηκωμένων καπνεργατών και αναρχικών μπροστά από τη στρατιωτική βάση διεκδικώντας την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, στην πόλη Χάσκοβο, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 (μία μέρα πριν μπει ο κόκκινος στρατός στη χώρα). Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Βάσεφ υπήρξε ενεργός στους αγώνες των καπνεργατών, μέλος της FAKB (Ομοσπονδία Αναρχοκομμουνιστών Βουλγαρίας) και αγωνιστής ενάντια στο μοναρχοφασιστικό καθεστώς, περνώντας χρόνια στις φυλακές του. Με την αλλαγή του καθεστώτος, ο Βάσεφ αρνήθηκε να δεχτεί το νέο αυταρχικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Διώχθηκε και φυλακίστηκε κι αυτός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από την «εξουσία του λαού». Πέθανε μέσα σε αυτό στις 12 Μαρτίου 1958, λίγες μέρες πριν από την αναμενόμενη απελευθέρωσή του. Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά, ο θάνατός του προήλθε από «τροφική δηλητηρίαση».

История на анархизма в България

Αφήστε ένα σχόλιο

3 × two =