Καστοριάδης και παιδεία σε μια αυτόνομη κοινωνία

0

Μουτσιάνα Χρυσούλα

Όπως σημειώνει η Straume, ο Καστοριάδης τοποθετείται εντός της δυτικής παράδοσης εκείνης σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση και η φιλοσοφία αποτελούν τις δύο πλευρές τού ίδιου νομίσματος. Σύμφωνα με την ίδια, ο Καστοριάδης πραγματευόμενος το ζήτημα της παιδείας στη σύνδεσή του με την πολιτική και την αυτοστοχαστική δραστηριότητα, το εντάσσει σε κάθε περίπτωση εντός ενός πλαισίου ευρύτερων πραγματεύσεων και συζητήσεων θεμάτων πολιτικού και ηθικού προβληματισμού [59].

Η δημοκρατία όπως την εννοεί ο Καστοριάδης –με βάση την άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας του 8ου έως 5ου αιώνα, όπου άλλωστε η δημοκρατία γεννήθηκε ως τέτοια– αποτελεί το πολιτικό εκείνο καθεστώς που διευκολύνει την πολιτική δημιουργία, νοούμενη μέσα στο πλαίσιο της συλλογικής ρητής αυτοθέσμισης, της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Ωστόσο, επισημαίνει η Straume, για να μπορέσει πράγματι να ενεργοποιηθεί αυτή η δυναμική της δημοκρατίας ως ενός πολιτικού καθεστώτος τής αυτονομίας χρειάζεται ένα συγκεκριμένο είδος εκπαίδευσης, μέσα από το οποίο οι πολίτες θα αντιλαμβάνονται την πόλιν, την κοινωνία, ως μια δική τους ευθύνη [60].

ΧΑΟΣ, ΜΟΡΦΗ, ΠΑΙΔΕΙΑ

Στο πλαίσιο της καστοριαδικής σκέψης, η παιδεία δεν γίνεται αντιληπτή απλώς ως ένα διακριτό ζήτημα που αφορά στην καλλιέργεια και προσωπική ανάπτυξη του ανθρώπου αλλά και ως ζήτημα αδιαχώριστο από την πολιτική. Πρόκειται για μια σύνδεση ιδιαίτερη, μια σύνδεση της οποίας η ιδιαιτερότητα ανιχνεύεται στις διαφορές που μπορούν να εντοπιστούν ανάμεσα στην παιδεία ή «ένα είδος πολιτισμού», όπως το διατυπώνει ο Καστοριάδης, με την/το οποία/ο όλες οι κοινωνίες –ακόμη και οι πρωτόγονες– φαίνεται ότι εμφορούνται και ανάμεσα στην παιδεία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Χαρακτηριστικό της τελευταίας αποτελεί η συνεχής διερώτηση για όλα τα ζητήματα που εντοπίζονται εντός της, διερώτηση που συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της παιδείας «ως διαδικασίας και ως ήθους», όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης, και την οποία παιδεία ο ίδιος συλλαμβάνει με τον ακόλουθο ορισμό:

«Θα ονομάσω παιδεία κάθε τι που σε μια δεδομένη κοινωνία, μέσα στον δημόσιο χώρο της, υπερβαίνει αυτό που είναι απλά λειτουργικό ή εργαλειακό και παρουσιάζει –κι αυτό είναι το σημαντικότερο– μιαν αόρατη διάσταση, η οποία είναι θετικά επενδυμένη από τα μέλη της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει να κάνει με τη δημόσια εμφάνιση του φαντασιακού –με την ακριβή έννοια του όρου– αυτής της κοινωνίας και του φαντασιακού του ποιητικού –με την ευρύτερη έννοια– έτσι όπως αυτό το ποιητικό φαντασιακό ενσαρκώνεται και ενσωματώνεται μέσα σε έργα και συμπεριφορές και πράξεις που υπερβαίνουν το λειτουργικό και το εργαλειακό» [61].

…Η διαφορά μιας δημοκρατικής κοινωνίας από άλλες, μη δημοκρατικές, μπορεί σε αυτό το σημείο να γίνει πιο κατανοητή, αν εστιάσουμε στο κομμάτι αυτό που αναφέρθηκε τελευταία, στο κομμάτι της δράσης. Είναι στο επίπεδο της δράσης, των έργων, των δημιουργημάτων μιας κοινωνίας που μπορούμε να εντοπίσουμε τον τρόπο που το φαντασιακό στοιχείο, το οποίο όπως είδαμε συνδέεται με την παιδεία, επιδρά σε μια κοινωνία και την καθορίζει με τρόπο ειδοποιό συγκριτικά με άλλα παραδείγματα κοινωνιών.

Σε μια αυτόνομη κοινωνία όπου η θέσμιση είναι αποτέλεσμα φανερής και ρητής συλλογικής απόφασης και δράσης, το ζήτημα της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας εκείνης που έχει να κάνει με μια πράγμα-τι δυνατότητά της, με την εμπράγματη άσκησή της εντός της ατομικής και κοινωνικής πράξης, είναι αδιαχώριστη από μια αντίστοιχη δυνατότητα της ελευθερίας σε κοινωνικό, συλλογικό επίπεδο. Επιπλέον, και μέσα από την αλληλεξάρτησή τους, ατομική και συλλογική ελευθερία εντός μιας αυτόνομης κοινωνίας, συνδέονται άμεσα με την ίδια τη θεσμίζουσα δραστηριότητα των ανθρώπων, τη δημιουργική τους δραστηριότητα, όπου τα εκάστοτε ζητήματα που διακυβεύονται, όπως αυτό της ελευθερίας, αποτελούν μεταξύ άλλων και ζητήματα που η συλλογική απόφαση ρητά αναγνωρίζει, ρητά κατοχυρώνει, ρητά προασπίζεται.

Είναι η ίδια η πράξη της συλλογικής απόφασης, της συλλογικής ρητής εγκαθίδρυσης, της θεσμιστικής δράσης που δημιουργεί τον νόμο εκείνον για την υπεράσπιση της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, της οποίας τη νομιμότητα ως ζητήματος δικαιωματικού για το κάθε ένα μέλος της κοινωνίας δεν θα μπορούσε κανένα τέτοιο μέλος από μόνο του να θέσει και να υπερασπιστεί. Ο νόμος είναι, επομένως, το πεδίο εκείνο μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι αξίες, τα νοήματα, οι σημασίες μιας δεδομένης κοινωνίας, και είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τον οποίο λαμβάνει ο νόμος ως τέτοιος εντός μιας αυτόνομης κοινωνίας που τη διαφοροποιεί ριζικά από κοινωνίες μη αυτόνομες. Η αυτονομία αυτή καθ’ εαυτήν είναι εκείνη που «σημειώνει τη ρήξη που συνεπάγεται η δημιουργία της δημοκρατίας» με άλλα κοινωνικο-ιστορικά πολιτειακά καθεστώτα [63].

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ελευθερία σε μια αυτόνομη κοινωνία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, ελευθερία τόσο ατομική όσο και συλλογική όταν αφορά επιμέρους ομάδες ή ενώσεις, οφείλει, όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης, να διασφαλίζεται και να προάγεται από την ίδια αυτή την πολιτική θέσμιση της κοινωνίας [69]. Το ζήτημα αυτό της κοινωνικής προώθησης της ελευθερίας –η οποία είναι αδιαχώριστη στη μία ή την άλλη έκφανσή της, είτε πρόκειται για ατομική είτε για συλλογική– συνδέεται από τον Καστοριάδη με το ζήτημα της εκπαίδευσης, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Μια δημοκρατική κοινωνία δεν εκλαμβάνει την ατομική ελευθερία ως κάτι που χρήζει υπεράσπισης –όπως πιστεύουν οι φιλελεύθεροι. Μια δημοκρατική κοινωνία οφείλει να γνωρίζει ότι πρέπει να διαμορφώνει ελεύθερα άτομα κι ότι αυτό είναι ένα τεράστιο καθήκον με το οποίο επιφορτίζεται η εκπαίδευση των ατόμων». [70]

Κάνοντας λόγο για εκπαίδευση, ο Καστοριάδης διευκρινίζει ότι δεν εννοεί προφανώς τη διδασκαλία. Αναφέρεται, αντιθέτως, σε αυτό που γίνεται αντιληπτό μέσα από την αρχαιοελληνική νοηματοδότηση της έννοιας της παιδείας:

«ο μετασχηματισμός δηλαδή του μικρού παιδιού σε Άνθρωπο με την πλήρη σημασία της λέξης. Ήτοι σε άνθρωπο ελεύθερο, υπεύθυνο, ικανό να αποφασίζει», όπως το αντιλαμβάνεται ο ίδιος.

Ο τρόπος για μια εκπαίδευση υπό τέτοιο πρίσμα, για μια εκπαίδευση που στοχεύει στην ελευθερία, επισημαίνεται από τον Καστοριάδη ακριβώς ως η εξάσκηση του ίδιου αυτού σκοπού. «Οι άνθρωποι μαθαίνουν να κολυμπούν, κολυμπώντας», θα πει σε ένα άλλο σημείο, και με ανάλογο τρόπο θα ισχυριστεί εδώ ότι «[…] η εκπαίδευση που αποσκοπεί στην ελευθερία, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο διαμέσου της άσκησης αυτής της ελευθερίας» [71].

Έχοντας ορίσει το πώς γίνεται αντιληπτή η ελευθερία εντός μιας κοινωνίας, με την πραγματική δηλαδή συμμετοχή στη διαμόρφωση των νόμων, στην εφαρμογή τους και την αξιολόγηση αυτής της εφαρμογής, με την πραγματική συμμετοχή σε όλες τις πολιτικές διαδικασίες της κοινότητας, σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν στη λήψη των αποφάσεων, και με τη συμμετοχή αυτή να διασφαλίζεται και να προωθείται από τους ίδιους αυτούς πολιτικούς θεσμούς της κοινότητας, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι μια παιδεία με στόχο μια τέτοια έννοια της ελευθερίας δεν πραγματώνεται παρά μέσα από την ίδια αυτή την πραγματική συμμετοχή στα κοινά.

Όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, «[…] η εκπαίδευση των πολιτών σε μια δημοκρατία θα πρέπει να παράγει όλες τις συνθήκες για την άσκησή της. Για να γίνει κατανοητό το πραγματικό νόημα του κυβερνάν είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων σε όλες τις αρχές στις οποίες ασκείται εξουσία». [72] Μπορούμε, έτσι, να πούμε ότι η ίδια αυτή η πολιτική συμμετοχή, η ίδια η πρακτική του άρχειν και άρχεσθαι εντός του πλαισίου που τίθεται από τη συγκεκριμένη –με βάση τη σκέψη του Καστοριάδη– έννοια της αυτόνομης-δημοκρατικής κοινωνίας, ενσαρκώνει την ίδια την παιδευτική κίνηση μιας εκπαίδευσης με στόχο την ελευθερία, μιας εκπαίδευσης που αρμόζει και προάγει (σ)την αυτονομία υπό το πρίσμα αυτό.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

…Στη σύνδεσή της με τη φιλοσοφία ως «απέραντη και διηνεκή αναζήτηση» [79], η πολιτική ως «διαυγής δραστηριότητα που έχει ως στόχο της τη θέσμιση της κοινωνίας από την ίδια την κοινωνία» [80] έρχεται ως επόμενο να συνδεθεί με την παιδεία. Όπως είδαμε, ένας ορισμός που δίνει εν συντομία ο Καστοριάδης θεωρώντας τον ωστόσο «τον καλύτερο δυνατό» μέσα στο πλαίσιο της σκέψης του για την παιδεία είναι: «το να δοθεί μορφή στο Χάος» [81]. Είδαμε, επίσης, ότι το Χάος εν προκειμένω δε νοείται ως αταξία και μη συγκρότηση-οργάνωση, αλλά αντιθέτως ως μια απύθμενη, δημιουργική πηγή, με τον τρόπο που νοείται στη Θεογονία του Ησιόδου, κατά την οποία ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα ακριβώς από το Χάος («πρώτιστα μεν Χάος γένετ’» [82]). Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, «η μορφή που δίνουμε στο χάος είναι το νόημα και η σημασία, νόημα και σημασία που φυσικά δεν είναι απλώς υπόθεση ιδεών ή παραστάσεων αλλά που πρέπει ακόμα μια φορά να πιάσει μαζί, δηλαδή να συν-λάβει (συλλάβει) μέσα σε μια μορφή, σε μια φόρμα, και την παράσταση, και την επιθυμία και το αίσθημα». [83]

Σε αυτό το πλαίσιο, η παιδεία νοείται ως μια μορφούσα αγωγή, αφού αναφαίνεται ως η διεργασία που οδηγεί, που άγει τον άνθρωπο στη διαμόρφωση του χάους σε κόσμο, στη διαρκή σύμπλεξη, σμίλευση και δημιουργική συνάντηση ριζικής φαντασίας και κοινωνικού φαντασιακού, στην ίδια την κίνηση της αυτοδημιουργίας, κοινωνίας και εαυτού, στην ίδια επομένως τη θεσμιστική δραστηριότητα. Ο Φουρνάρος το θέτει ως «πορεία μετάβασης του ανθρώπου από την α-μορφία στη μορφή (εξ ου και «μόρφωση»), από την α-προσωπία στο πρόσωπο και την προσωπικότητα, από το σκοτάδι στο φως ή από το «ούτις» [84] στο Οδυσσεύς», δηλαδή από το «κανείς» στο πολυμήχανος» [85]. Επίσης, μέσα από τη σύνδεση με την τέχνη που γίνεται από τον Καστοριάδη για τη διαύγαση της παιδείας, δηλαδή μέσα από την ανάλογη μορφοποίηση του χάους που πυροδοτείται κατά την καλλιτεχνική δημιουργία, ο Φουρνάρος εστιάζει στον ρόλο του εκπαιδευτικού –ρόλος διακριτός με τον τρόπο που τον γνωρίζουμε και σήμερα– ως «καλλιτέχνη της ανθρώπινης πολυπλευρικότητας και ολότητας», κάνοντας λόγο για «φιλοσοφική παιδαγωγική που αποκτά το ιδιόχρωμα της καλλιτεχνίας».

…Η παιδεία υπό το φως της καστοριαδικής σκέψης είδαμε ότι έχει τέτοια χροιά που μας οδηγεί να αμφισβητήσουμε την παιδαγωγική ως οργανωμένη, στοχοθετημένη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Όσο η παιδεία στο πλαίσιο που την εξετάζουμε μέσα από τη σκέψη του Καστοριάδη συμφύεται με την ίδια τη φιλοσοφική και πολιτική-δημοκρατική δράση, δηλαδή όσο το περιεχόμενό της δεν είναι άλλο από την ίδια τη διαρκή άσκηση της αυτονομίας, τόσο εξυφαίνεται η ανάδυση μιας προσέγγισης της παιδαγωγικής ως συλλογικής, κοινοτικής δραστηριότητας και αυτοδημιουργικής κίνησης. Αυτές οι διαπιστώσεις μάς ωθούν να σκεφτούμε την παιδαγωγική στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων εν γένει, στο πλαίσιο της διάδρασης των υποκειμένων, και στο πλαίσιο της σχέσης των υποκειμένων με τον ίδιο τους τον εαυτό σε μια αναστοχαστική δραστηριότητα.

…Έτσι η παιδεία καθίσταται συνεχής δημιουργία, διαρκής αυτοκαθορισμός, κίνηση ατελεύτητη προς την αυτονομία, προς την αυτοθέσμιση, προς την αυτοδημιουργία, συναντώντας με αυτόν τον τρόπο το αντίστοιχο περιεχόμενο της φιλοσοφίας υπό το πλαίσιο που εξετάζεται, και, αντίστοιχα, και της πολιτικής, της δημοκρατίας δηλαδή εν προκειμένω ως συλλογικής και ατομικής αυτονομίας, οδηγώντας μας σε μια αντίληψη τελικά για την παιδεία που συναρμόζεται πράγματι με τον ορισμό που της αποδίδει ο Καστοριάδης, ως απόδοσης μορφής στο Χάος.

…Επισημαίνει σχετικά ο Καστοριάδης: «Η παιδεία λοιπόν με τη γενικότατη έννοια και σε όλες της τις μορφές πρέπει να συμβάλλει στο να μπορούν τα άτομα να γίνουν πραγματικά αυτόνομα. Αυτόνομα άτομα σημαίνει άτομα τα οποία προσπαθούν όχι απλώς να ρυθμίσουν κατά τρόπο αυτόνομο την ατομική τους ζωή, αλλά να συμμετάσχουν στον προσδιορισμό των νόμων, που είναι κατ’ ανάγκην κοινωνικοί, που περιορίζουν ή καθορίζουν τη ζωή τους. Συνεπώς, εάν μιλάμε για αυτόνομα άτομα, κατ’ ανάγκην μιλάμε ταυτοχρόνως για αυτόνομη κοινωνία […]» [96]

…Στο πλαίσιο αυτό σύλληψης της παιδείας ως δύναμης και πάθους μορφοποίησης του Χάους, όπου γίνεται άρρηκτη υπό το πρίσμα αυτό, η σύνδεση με την αυτοδημιουργία/αυτοθέσμιση ως αυτονομία, έρχεται να τεθεί ξανά και το ζήτημα του αυτοπεριορισμού ως αυτονομίας, της γνώσης δηλαδή, όπως είδαμε, της ύπαρξης ακαθόριστων ορίων στις πράξεις των ανθρώπων παρά την πρωταγωνιστική στον πυρήνα της ζωής τους δημιουργική τους δύναμη. Γίνεται, έτσι, μια σύνδεση και με την αριστοτελική έννοια της φρόνησις ως μία κομβική πτυχή της μορφωτικής διεργασίας του ανθρώπου [98].

Μια άλλη διάσταση στη μορφωτική αυτή διεργασία στο πλαίσιο της δημοκρατίας-αυτονομίας έγκειται στη μορφή τού διαλόγου και στην παιδευτική βαρύτητα που αποκτά ο τελευταίος σε μια δημοκρατία. Σε μια αυτοκυβερνώμενη κοινωνία, όπου όλες οι αποφάσεις των ανθρώπων λαμβάνονται ρητά και συλλογικά από το κοινωνικό-πολιτικό σώμα μετά από ανοιχτές δημόσιες συζητήσεις, τα πρόσωπα που μετέχουν των διαδικασιών αυτών για τη λήψη των αποφάσεων συνομιλούν και εκθέτουν ιδέες, ερωτήματα και επιχειρήματα αποδεχόμενα το πλαίσιο αυτό στο οποίο κάθε ένας ομιλητής εκτίθεται «στον κίνδυνο να ανασκευαστεί από τον συνομιλητή του, έναν κίνδυνο τον οποίο απαγορεύεται να αποφύγει» [99]. Στη διεξαγωγή τού διαλόγου εμφαίνεται η ιδιότητα του πολίτη στον άνθρωπο, με την έννοια αυτού που συμμετέχει στη θέσμιση των νόμων και στη λήψη των αποφάσεων, αφού για τη συλλογική αυτή συμμετοχή στα κοινά, η συνάντηση των ανθρώπων και ο διάλογος γίνονται δρόμος για την αυτονομία.

Με αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύεται περισσότερο, πέρα από την παιδευτική διάσταση του διαλόγου, η ίδια η παιδευτική/παιδαγωγική διάσταση των κοινωνικών σχέσεων στον βαθμό που ο διάλογος αποτελεί μια διαπροσωπική αλληλεπίδραση, μια συνάντηση με τον Άλλον, μια παιδευτική γνωριμία με την ετερότητα.

…Μια δημοκρατική παιδεία που στοχεύει στην ανάπτυξη της αυτονομίας στους ανθρώπους, μέσα από την αυτονομία των οποίων μπορεί να τροφοδοτείται και να εξελίσσεται ταυτόχρονα και διαρκώς η συλλογική αυτονομία, δεν νοείται χωρίς μια ριζική συνειδησιακή ρήξη με την ετερονομία, χωρίς δηλαδή τη ρητή «στράτευση» μέσα από τη βούληση στο πράττειν εκείνο που οδηγεί στον δρόμο της αυτονομίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
59 Straume, I.S. (χ.χ.). Cornelius Castoriadis. Στο International Encyclopedia of Educational Theory and Philosophy,
https://www.academia.edu/8269778/Castoriadis_Cornelius, τελευταία πρόσβαση στις 07/12/16.
60 ό.π.
61 Καστοριάδης, Κ. (2001). Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία. Πέντε διαλέξεις στη Βόρειο Ελλάδα. Αθήνα: Ύψιλον, σ. 69-70.
63 Καστοριάδης, Κορνήλιος (2001). Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία. Πέντε διαλέξεις στη Βόρειο Ελλάδα, ό.π., σ. 70-74.
69 Καστοριάδης, Κ. Η δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας. Μία διάλεξη και δύο συνεντεύξεις στη Λατινική Αμερική. ό.π., σ. 22.
70 ό.π.
71 ό.π.
72 ό.π., σ. 22-23.
79 Καστοριάδης, Κ. (1986). Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα. ό.π., σ. 24-26.
80 Καστοριάδης, Κορνήλιος (2007). Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο. Σεμινάρια 1982 – 1983. Μτφρ. Ξ. Γιαταγάνα. Αθήνα: Κριτική, σ. 411.
81 Καστοριάδης, Κ. (2001). Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία. Πέντε διαλέξεις στη Βόρειο Ελλάδα, ό.π., σ. 75.
82 Ησίοδος, Θεογονία, 116, όπως παρατίθετα στο Φουρνάρος, Σ. (2015), ό.π., σ. 213.
83 Καστοριάδης, Κ. (2001). Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία. Πέντε διαλέξεις στη Βόρειο Ελλάδα. ό.π., σ. 75.
84 Παραπομπή μέσα στο κείμενο αναφέρει στον σχετικό ομηρικό στίχο της Οδύσσειας.
85 Φουρνάρος, Σ. (2015), ό.π., σ. 214.
96 Καστοριάδης, Κ., Οι ομιλίες στην Ελλάδα, 2000, σ. 130, όπως παρατίθεται στο Φουρνάρος, 2015, σ. 226-227.
98 Φουρνάρος, Σ. (2015), ό.π., σ. 227.
99 Prat, J.L., 2009, σ. 165 σύμφωνα με το Φουρνάρος, 2015, σ. 227.

Το παρόν κείμενο αποτελείται από επιλεγμένα αποσπάσματα της έρευνας της Μουτσιάνας Χρυσούλας με τίτλο: «Αυτονομία και παιδεία: η παιδευτική σημασία της πολιτικής αυτοθέσμισης στη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη»

Αφήστε ένα σχόλιο

9 − 6 =