Της Sally Roesch Wagner, συγγραφέα, διδάκτορα με ειδίκευση στις γυναικείες σπουδές και ακτιβίστριας. Έπειτα από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρόσφατη ανάρτησή μας σχετικά με το πώς οι αυτόχθονες Haudnosaunee γυναίκες ενέπνευσαν τη γέννηση του γυναικείου κινήματος στις ΗΠΑ, δημοσιεύουμε σήμερα ένα αναλυτικότερο άρθρο για το θέμα. Αντίθετα με τις καθεστωτικές και αποικιοκρατικές δυτικές αντιλήψεις που παρουσιάζουν συνήθως τους αυτόχθονες πληθυσμούς σαν «απολίτιστους», δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι τελευταίοι ενέπνευσαν, μέσα από τον τρόπο ζωής τους, τον φεμινισμό και την ισοπολιτεία. Συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή ιδέα περί ανδρικής κυριαρχίας και γυναικείας υποταγής σε όλους τους τομείς απουσίαζε καταφανώς από την κοινωνία των Ιροκέζων, κάτι που ενέπνευσε την αντίσταση και τον αγώνα των πρώτων φεμινιστριών στις ΗΠΑ. Παρακάτω διαβάζουμε πώς συνέβη αυτό:
Από πού εμπνεύστηκαν οι σουφραζέτες την ιδέα ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα με τους άντρες; Η απάντηση ίσως να βρίσκεται σε ένα μέρος πολύ πιο κοντά τους απ’ όσο νομίζουμε: στην ισόνομη κοινωνία των αυτόχθονων Αμερικανών.
«Μια μέρα, μία (ιθαγενής) γυναίκα έδωσε σε κάποιον ένα καλής ποιότητας άλογο», το κοινό των ακτιβιστριών υπέρ των γυναικείων δικαιωμάτων άκουγε προσεκτικά την εθνογράφο Alice Fletcher στο πρώτο Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών. Το μέρος ήταν η πόλη της Ουάσιγκτον. Η ημερομηνία ήταν Μάρτιος του 1888. «Θα εγκρίνει ο άντρας σου ότι έδωσες το άλογο;» η Fletcher θυμάται να ρωτάει, σοκαρισμένη, τη γυναίκα. Τα μάτια της ιθαγενούς γυναίκας «χόρευαν», είπε η εθνολόγος στις σουφραζέτες, «και ξεσπώντας σε γέλια, έτρεξε να πει την ιστορία στον κόσμο που ήταν μαζεμένος στη σκηνή της· έτσι έγινα στόχος πολλών εύθυμων βλεμμάτων. Η εξήγησή μου περί κυριαρχίας του λευκού άνδρα πάνω στην περιουσία της γυναίκας του ακολουθήθηκε από γέλιο και περιφρόνηση».
Η Fletcher είχε ξεχάσει, για μια στιγμή, ότι βρισκόταν ανάμεσα σε αυτόχθονες Αμερικανές, και όχι λευκές γυναίκες. Καμία λευκή γυναίκα δεν θα τολμούσε να δώσει σε κάποιον άλλον το άλογο της οικογένειάς της. Για την ακρίβεια, οι παντρεμένες λευκές γυναίκες δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα πάνω στα υπάρχοντα ή την ιδιοκτησία τους στις περισσότερες πολιτείες –και αυτό ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Δεν τους έλειπαν, απλώς, κάποια δικαιώματα∙ οι παντρεμένες Αμερικανές δεν είχαν καμία νομική ταυτότητα. Δεν μπορούσαν να ψηφίσουν, να είναι κηδεμόνες των ίδιων τους των παιδιών, ή να έχουν λόγο στην αυτονομία του σώματός τους. Μία σύζυγος και μητέρα δεν υπήρχε μπροστά στα μάτια του νόμου: γινόταν ένα με τον σύζυγό της τη στιγμή που ενώνονταν με τα δεσμά του γάμου. Οι άνδρες είχαν ακόμη και το νομικό δικαίωμα να χτυπήσουν τις γυναίκες τους, αν το επέλεγαν.
Παρ’ όλα αυτά, για τις περισσότερες γυναίκες, ο γάμος ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν. Οι περισσότερες θέσεις εργασίας δεν ήταν ανοιχτές για εκείνες και οι λίγες στις οποίες μπορούσαν να δουλέψουν πλήρωναν το μισό (ή και λιγότερο) από τον μισθό που έπαιρναν οι άντρες για την ίδια δουλειά. Το ιδρυτικό κείμενο του γυναικείου Αμερικανικού κινήματος, η «Διακήρυξη Αισθημάτων και Αποφάσεων» του 1848, το έθεσε συνοπτικά ως εξής: «Νομικά, εάν την παντρευτεί, την καθιστά πολιτικά νεκρή».
Η θέση των γυναικών ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη δυτική κοινωνία είχε θεσπιστεί εδώ και αιώνες. Ακόμα και τον 19ο αιώνα, οι περισσότεροι λευκοί άνθρωποι καθοδηγούνταν ακόμη από τη βιβλική ιδέα ότι ο Θεός έπλασε πρώτα τον Αδάμ και μετά την Εύα ως βοηθό του. Το κεφάλαιο 3:16 της Γενέσεως κηρύττει ότι η Εύα, και όλες οι γυναίκες μετά από αυτήν, θα βρίσκονται υπό την εξουσία των ανδρών ως τιμωρία: «Θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου».
Οι πρώτες φεμινίστριες αναρωτήθηκαν: ήταν η εξευτελιστική θέση της γυναίκας όντως ορισμένη από τον Θεό ως τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα;
Μήπως εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο, με τις γυναίκες να εξαρτώνται από την ισχυρότερη ανδρική δύναμη και σοφία για να επιβιώσουν; Αν κάποια από αυτές τις υποθέσεις ήταν σωστή, τότε η καταπίεση των γυναικών θα έπρεπε να είναι παγκόσμια. Όταν, όμως, οι πρώτες σουφραζέτες ανακάλυψαν τη δύναμη και τον σεβασμό που απολάμβαναν οι γυναίκες στα Ιθαγενή Έθνη της Αμερικής, κατάλαβαν δίχως αμφιβολία ότι η υποδούλωσή τους ήταν ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα και ξεκίνησαν τη μάχη για έναν παρόμοιο κόσμο ισότητας και για αυτές.
Δύο από τις πρώτες ιδρυτικές μορφές του Αμερικανικού γυναικείου κινήματος, η Elisabeth Cady Stanton και η Matilda Joslyn Gage, γνώρισαν από κοντά το μοντέλο ισότητας των αυτοχθόνων μεγαλώνοντας στη Νέα Υόρκη, τη βάση των Haudenosaunee [η Συνομοσπονδία ιθαγενικών φυλών που έγιναν γνωστοί στους Ευρωπαίους ως Ιροκέζοι ή Ιροκουά (Iroquois)]∙ μία ταυτότητα που περιέκλειε τα πέντε έθνη της Συνομοσπονδίας των Ιροκέζων: τους Μοχώκ, Ονέιντα, Ονοντάγκα, Καγιούγκα και τους Σενέκα, ενώ αργότερα προστέθηκαν και οι Τουσκαρόρα. Οι γηγενείς γυναίκες ήταν οι γεωπόνοι των φυλών τους και, από τη Βόρεια μέχρι τη Νότια Αμερική, καλλιεργούσαν ομαδικά καλαμπόκι, φασόλια και κολοκύθα. Η ευθύνη τους για την επιβίωση του έθνους, μέσα από τη δημιουργία της ζωής και της τροφής που συντηρεί τη ζωή, έδωσε στις γυναίκες μία ισόνομη και ισότιμη θέση στην κοινωνία τους –θέση την οποία οι λευκές γυναίκες μπορούσαν μόνο να ονειρευτούν ότι κατείχαν.
«Στα συμβούλια των Ιροκέζων, κάθε ενήλικος άνδρας και γυναίκα είχε δικαίωμα να μιλήσει για κάθε θέμα που παρουσιάζεται», γράφει η Stanton στην εφημερίδα The National Bulletin το 1891. «Οι Αμερικανοί αβορίγινες ήταν ουσιαστικά δημοκρατικοί σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση… Οι γυναίκες αποτελούσαν τη μεγάλη δύναμη μέσα στη φυλή». Η Stanton περιέγραψε, επίσης, πώς οι μητέρες της φυλής είχαν την ευθύνη να δώσουν το χρίσμα σε έναν αρχηγό και μπορούσαν να τον ανακαλέσουν αν δεν έπαιρνε ωφέλιμες αποφάσεις. «Δεν δίσταζαν, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, να “ρίξουν τα κέρατα” –όπως λεγόταν– από το κεφάλι ενός αρχηγού και να τον στείλουν πίσω στις τάξεις των πολεμιστών».
Η Gage, που ήταν το τρίτο μέλος της τριαρχίας στην Εθνική Ένωση Σουφραζετών (National Woman Suffrage Association) μαζί με τη Stanton και τη Susan B. Anthony, έγραψε, επίσης, για τους Haudenosaunee γείτονές της στο magnum opus της Γυναίκα, εκκλησία και κράτος (1893): «Ποτέ άλλοτε δεν ήταν η δικαιοσύνη πιο τέλεια, ο πολιτισμός ανώτερος. Υπό τη δύναμη των γυναικών τους, η επιστήμη της διακυβέρνησης έφτασε στην υψηλότερη γνωστή μορφή σε όλο τον κόσμο».
Πιο συγκεκριμένα, η Gage είχε εντυπωσιαστεί από τη δομή της πολιτικής εξουσίας των αυτοχθόνων. «Η διαίρεση των εξουσιών ανάμεσα στα φύλα σε αυτή την ινδιάνικη δημοκρατία ήταν σχεδόν ισότιμη», έγραφε. Το κοινό συμφέρον της Συνομοσπονδίας συζητιόταν σε συμβούλια, διαφορετικά για κάθε φύλο. Οι γυναίκες, όμως, έπαιρναν πρωτοβουλίες για υποδείξεις και προτάσεις, στέλνοντας εκπροσώπους στο συμβούλιο των ανδρών».
Η Gage δεν ήταν, απλώς, παρατηρήτρια της διαδικασίας∙ την έζησε και από κοντά, αφού το 1893 υιοθετήθηκε τιμητικά από τη Φυλή των Λύκων του Έθνους Μοχώκ. Η εξ υιοθεσίας Μοχώκ αδελφή της είπε ότι το νέο της όνομα θα την έκανε δεκτή στο Συμβούλιο των Μητέρων, όπου θα ψήφιζαν σχετικά με το αν θα είχε δικαίωμα γνώμης στην Αρχηγεία. Τι μπορεί να σήμαινε κάτι τέτοιο για μία γυναίκα που είχε δικαστεί την ίδια χρονιά επειδή είχε ψηφίσει –πράξη παράνομη για τις γυναίκες; Και ενώ ήταν υπό μελέτη η συμμετοχή της στη λήψη αποφάσεων στο υιοθετημένο της έθνος, είχε συλληφθεί στο ίδιο της το κράτος προσπαθώντας να πράξει ακριβώς το ίδιο.
Η εξουσία που κατείχαν οι Haudenosaunee γυναίκες στις «οικογενειακές σχέσεις» ήταν ακόμα ένα σημείο έμπνευσης για τις σουφραζέτες. Ενώ οι Αμερικανές γυναίκες ήταν υπεύθυνες για τα οικοκυρικά, ο άντρας ήταν εκείνος που είχε τον τελικό λόγο για κάθε απόφαση στο σπίτι. Δεν συνέβαινε, όμως, το ίδιο με τις αυτόχθονες γυναίκες, όπως εξηγεί η Gage στο Γυναίκα, εκκλησία και κράτος: «Στο σπίτι, η σύζυγος ήταν απόλυτα δυνατή».
Παρόλο που η Δύση απέδιδε γλυκανάλατες τιμές στην ιδέα της μητρότητας, η σκληρή πραγματικότητα ήταν ότι οι Αμερικανές γυναίκες δεν είχαν «κανένα νομικό δικαίωμα ή αρχή πάνω στα παιδιά τους». Οι νόμοι αυτοί, έγραφε η Gage, έδιναν το δικαίωμα «στον ετοιμοθάνατο πατέρα ενός αγέννητου παιδιού να το δώσει για υιοθεσία σε κάποιον άλλον και να παραχωρήσει σε όποιον επιθυμεί το δικαίωμα να περιμένει τη γέννησή του. Όταν η μητέρα, με κίνδυνο της ζωής της, γεννήσει το παιδί του, το τρίτο αυτό πρόσωπο μπορεί να το πάρει μακριά από εκείνη και να πράξει όπως όρισε ο νεκρός πατέρας».
Η αξίωση αυτή οριζόταν από το τότε νομικό πλαίσιο της Νέας Υόρκης, το οποίο επέτασσε ότι: «Κάθε πατέρας, ενήλικος ή ανήλικος, ένος τέκνου πιθανού να γεννηθεί ή ζώντος τέκνου κάτω από τα 21 έτη και ανύπαντρου, έχει τη δυνατότητα, μέσω συμβολαίου ή διαθήκης, να δώσει την κυριότητα του τέκνου, έως την ενηλικίωση ή για μικρότερο χρονικό διάστημα, σε όποιον ή όποιους εκείνος επιθυμεί ως ιδιοκτησία είτε είναι ζωντανός είτε όχι».
«Ένας τέτοιος νόμος αποτελεί ανωμαλία στη δικαιοσύνη!» δήλωσε η Gage. «Έμαθα την παροιμία “είναι καλύτερο να είσαι ένα ζωντανό σκυλί παρά ένα νεκρό λιοντάρι” κατά την παιδική μου ηλικία, άλλα τώρα έχω μάθει μία νέα απόδοσή της: “είναι καλύτερο να είσαι ένας νεκρός πατέρας παρά μία ζωντανή μάνα”»
Τα ζητήματα πατρικών δικαιωμάτων ήταν μία ξένη έννοια στον κόσμο των αυτοχθόνων. Τα παιδιά των Haudenosaunee ανήκαν (και ανήκουν) στη φυλή και τη γενεαλογία της μητέρας τους. Όταν η Gage προσπάθησε να εξηγήσει την έννοια του «νόθου παιδιού» σε μία Haudenosaunee φίλη της, η γυναίκα σάστισε: «Πώς μπορεί ένα παιδί να είναι νόθο; Πάντα γνωρίζεις ποια είναι η μητέρα». Οι ρυθμίσεις της ζωής ήταν παραδοσιακά βασισμένες σε αυτό το μητρογραμμικό σύστημα καταγωγής. Ο σύζυγος μετακόμιζε για να μείνει με τη γυναίκα του, τους γονείς της, τις αδελφές της, τους συζύγους τους και τα παιδιά τους στο μητριαρχικό κοινοτικό σπίτι. Οι ανύπαντροι αδελφοί τους έμεναν μαζί τους μέχρι να παντρευτούν και να μετακομίσουν στο σπίτι των συζύγων τους. Αν κάποια από τις μητέρες πέθαινε ή αν χώριζαν, τα παιδιά τους συνέχιζαν να μένουν στην οικία της μητέρας τους. «Τα παιδιά, επίσης, συνόδευαν τη μητέρα και τα δικαιώματά της επάνω τους αναγνωρίζονταν ως ανώτερα εάν, για οποιοδήποτε λόγο, οι Ιροκέζοι σύζυγοι χώριζαν», έγραφε η Gage.
Με αυτές τις εμπειρίες συμφώνησαν και τα ευρήματα της έρευνας της Stanton. «Από αυτές τις περιπτώσεις, συμπεραίνεται ότι τα παιδιά ανήκαν στη μητέρα, όχι στον πατέρα, και δεν του επιτρεπόταν να τα πάρει μαζί του ούτε έπειτα από τον θάνατο της μητέρας», έγραφε. «Παρόμοιες πρακτικές συναντώνται ανάμεσα στους Ιροκέζους και άλλες φυλές της Βόρειας Αμερικής, καθώς και σε ινδιάνικα χωριά στο Μεξικό».
Η Stanton, καταδικασμένη για τη δημόσια δήλωσή της, ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να είναι ελεύθερες να φύγουν από έναν επικίνδυνο ή ανεπιθύμητο γάμο, μοιράστηκε με χαρά την περιγραφή του Reverend Ashur Wright για τις πρακτικές διαζυγίου των Ιροκέζων στο συνέδριο του Διεθνούς Συμβουλίου Γυναικών το 1891: «Δεν έχει σημασία πόσα παιδιά ή υλικά αγαθά μπορεί να έχει αυτός στο σπίτι. Ο άνδρας μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να διαταχθεί να πάρει την κουβέρτα του και να φύγει∙ και δεν θα ήταν συνετό από μέρους του να απειθαρχήσει».
«Συνετή», για τους αυτόχθονες Αμερικανούς άνδρες, δεν ήταν ούτε η βία κατά των συζύγων τους, την οποία ασκούσαν τόσο υπεροπτικά οι λευκοί άνδρες. Πιο συγκεκριμένα, η βία κατά των γυναικών ήταν μία σπάνια συμπεριφορά στα ινδιάνικα φύλα και, όταν συνέβαινε, τιμωρούνταν σοβαρά∙ συνήθως με εξορία ή θάνατο. Οι λευκές γυναίκες βρίσκονταν σε έναν παράδεισο προσωπικής ασφάλειας ανάμεσα στους αυτόχθονες Αμερικανούς –κάτι που δεν είχαν βιώσει ποτέ στο δικό τους έδαφος: «Είναι σημάδι αξιοσημείωτης ασφάλειας για τους αυτόχθονες καταυλισμούς το ότι μία γυναίκα μπορεί να περπατήσει μόνη της για χιλιόμετρα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας, και να είναι απόλυτα ασφαλής», έγραφε η Mary Elizabeth Beauchamp –δασκάλα στο Έθνος των Ονοντάγκα– σε επιστολή της στο Skaneateles Democrat το 1883.
Στα 200 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που οι πρώτες φεμινίστριες ήρθαν σε επαφή με τις απελευθερωμένες αυτόχθονες γυναίκες, πολύ λίγα έχουν αλλάξει σχετικά με την κοινωνική τους θέση στις φυλές τους. Οι Ιροκουά Haudenosaunee γυναίκες συνεχίζουν και σήμερα να είναι υπεύθυνες για το χρίσμα, για τα συμβούλια και την υποστήριξη (ή μη) του ανδρός αρχηγού που εκπροσωπεί τη φυλή τους στο Ανώτατο Συμβούλιο. Στα Έξι Έθνη της Συνομοσπονδίας των Ιροκουά, οι Haudenosaunee γυναίκες έχουν εργαστεί μαζί με τους άνδρες για να υπερασπιστούν με επιτυχία το αυτόνομο πολιτικό τους στάτους ενάντια στις επίμονες προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε πολίτες των ΗΠΑ.
Για τις σουφραζέτες, που εμπνεύστηκαν από τις αυτόχθονες γυναίκες, και τις φεμινίστριες που συνεχίζουν τον σημαντικό τους αγώνα σήμερα, η γυναικεία χειραφέτηση είναι συνώνυμη με τα δικαιώματα της γυναίκας. Αλλά για τις γυναίκες των Ιροκουά, που έχουν διατηρήσει τις παραδόσεις τους παρά τις απόπειρες της λευκής Αμερικής να τις «εκπολιτίσει» εδώ και δύο αιώνες, η ιδέα των «δικαιωμάτων» έχει στην πραγματικότητα λίγη σημασία. Για τις Haudenosaunee, είναι απλά ο τρόπος ζωής τους. Οι ισόνομες σχέσεις και η πολιτική δύναμή τους αποτελούν μία πραγματικότητα που –για πολλές μη αυτόχθονες γυναίκες– είναι ακόμα κάτι προς διεκδίκηση.
* Το παρόν άρθρο εκδόθηκε πρώτη φορά στο έντυπο τεύχος Οκτώβριος/Νοέμβριος 2005 του περιοδικού BUST. Μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλοπούλου