Βασίλης Τακτικός, συγγραφέας
Η μεγαλύτερη βιομηχανία της Δύσης είναι η «βιομηχανία» της εμπορευματικής διασκέδασης. Κατέχει το 1/3 περίπου της οικονομικής δραστηριότητας. Μεγάλο της κομμάτι αποτελεί η διασκέδαση της νύχτας και του τζόγου· κάθε θέαμα και μαζικό αθλητικό γεγονός. Κομμάτι της είναι, επίσης, και η βιομηχανία του τουρισμού. Αυτή η βιομηχανία πλήττεται πρώτα από όλα από τα περιοριστικά μέτρα του κορωνοϊού και κατόπιν έρχεται σε απώλειες η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων (πετρελαϊκές). Αντίθετα, είναι προφανές ότι μικρές είναι οι απώλειες στην αγροτική παραγωγή και τα εργοστάσια, συγκριτικά με την κατάρρευση μιας βιομηχανίας η οποία απαιτεί μαζική συνεύρεση στη διασκέδαση για να λειτουργήσει.
Όπως εμπειρικά διαπιστώνεται, η εργασία ως βασικός συντελεστής της οικονομίας δεν απειλείται στον ίδιο βαθμό και ένα σημαντικό της κομμάτι την ψηφιακή εποχή μπορεί να γίνει από το σπίτι. Αντίθετα η μαζική εμπορευματική διασκέδαση δεν μπορεί να γίνει από το σπίτι, αλλά και αν γίνει χάνει τον οικονομικό-εμπορευματικό της χαρακτήρα. Μαζί της χάνεται και ένα πολύ σημαντικό ποσοστό στο ΑΕΠ της κάθε χώρας. Αυτή η απώλεια, ωστόσο, δεν πλήττει κατ΄ ανάγκη όλους τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως σε αντίθεση συμβαίνει με τον αγροδιατροφικό, τον βιομηχανοπαραγωγικό και τον δημόσιο τομέα των υπηρεσιών. Έχει επιπτώσεις, βέβαια, στη μείωση της απασχόλησης, στη μείωση των δημόσιων εσόδων από την φορολογία αλλά δεν θα πεθάνει κι ο κόσμος από την πείνα, δεν θα έλθει η συντέλεια του κόσμου.
Τα υπόλοιπα 2/3 της οικονομίας μπορούν να λειτουργούν ακόμη και κάτω από περιοριστικά μέτρα. Γιατί, όμως, επικρατεί τέτοιος πανικός στα οικονομικά επιτελεία του συστήματος για μια κρίση που σε δυο χρόνια το πολύ, μπορεί σύμφωνα με τις προβλέψεις να ξεπεραστεί ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση του κορωνοϊού;
Η απάντηση είναι πιο περίπλοκη από ό,τι αρχικά φαίνεται. Το πρόβλημα είναι η αναδιάταξη των πόρων και των προτεραιοτήτων που θα επιφέρει στο οικονομικό μείγμα πολιτικής.
Οι κυβερνήσεις αυτή την εποχή είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να επενδύσουν στην υγεία και τις κοινωνικές υποδομές και σχεδόν καθόλου στη βιομηχανία της διασκέδασης, η οποία ήταν ένας προνομιακός χώρος για κερδοσκοπικούς λόγους αλλά και πολύ σημαντική για «ιδεολογικούς» λόγους. Από τη βιομηχανία της διασκέδασης και του τουρισμού έχουν μεγάλα κέρδη οι τράπεζες και οι κατασκευαστικές εταιρείες και οι μεταφορές που ανήκουν εξ ολοκλήρου στον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα, ο τομέας υγείας, για παράδειγμα, και η παιδεία ανήκουν κατά το μεγαλύτερο μέρος στο δημόσιο. Επομένως, μια ιδεολογία που υποστηρίζει οτιδήποτε ιδιωτικό έχει πρόβλημα με αυτές τις αντικειμενικές εξελίξεις.
Ο κυριότερος, όμως, και ανομολόγητος λόγος είναι, ότι η βιομηχανία της διασκέδασης, αιχμαλωτίζει τη σκέψη σε έναν ελκυστικό τρόπο ζωής που αρμόζει στον ιδιώτη και υπνωτίζει τον πολίτη. Οι ορμόνες της χαράς, οι ντοπαμίνες και ενδορφίνες, στην προκειμένη περίπτωση, κινητοποιούνται με τεχνητό τρόπο με υλικά ερεθίσματα και άφθονο αλκοόλ κάτι που είναι το αντίστοιχο «άρτος και θεάματα» της εποχής μας.
Ελάχιστοι πολιτικοί αναλυτές έχουν ασχοληθεί με αυτή την πλευρά του καπιταλισμού και τη βιομηχανία της διασκέδασης τα τελευταία 50 χρόνια. Θα πρέπει να πάμε αρκετά πίσω και στη σχολή της Φρανκφούρτης και τον βασικό της εκπρόσωπο, τον Μαρκούζε, για να βρούμε μια κριτική στη μαζική βιομηχανοποιημένη κουλτούρα. Η διάκριση του υλικού από τον πνευματικό πολιτισμό είναι, βέβαια, ότι ο πνευματικός ως δημιουργία δεν βιομηχανοποιείται.
Οι ορμόνες της χαράς είναι ασφαλώς αναγκαίες για να μην πέσει μια κοινωνία στην κατάθλιψη, αλλά επειδή αυτές οι ορμόνες παράγονται από τον εγκέφαλο μπορούν να προκληθούν και με άλλο πιο πνευματικό τρόπο· αυτό έκανε π.χ. η εκκλησία για αιώνες πριν τη βιομηχανία της διασκέδασης.
Ο Μαρξ χαρακτήρισε τη θρησκεία ως το «όπιο του λαού», πού να ήξερε όμως ότι ο καπιταλισμός θα βρει έναν ακόμη πιο αποτελεσματικό τρόπο για να υπνωτίζει τον λαό· τη μαζική κουλτούρα και τη βιομηχανική διασκέδαση. Ένα σημαντικό μέρος του μισθού του εργαζομένου δεν θα πηγαίνει πλέον μόνο για τον άρτο, αλλά και για το «παντεσπάνι» και για τη διασκέδαση. Καταναλωτική κουλτούρα και βιομηχανική εμπορευματική διασκέδαση αναπτύχθηκαν παράλληλα.
Ο πνευματικός πολιτισμός που δεν τυποποιείται και δεν βιομηχανοποιείται πέρασε σε δεύτερη μοίρα και περιορίστηκε μαζί με την κοινοτική έκφραση.
Το σύγχρονο «όπιο του λαού» – η βιομηχανία της διασκέδασης
Το σύγχρονο όπιο του λαού, λοιπόν, δεν είναι η θρησκεία (τουλάχιστον στη Δύση), όπως έλεγε ο Μαρξ, αλλά η βιομηχανία της διασκέδασης. Η οικονομική διαμεσολάβηση κάθε είδους κερδοσκοπικών επιχειρήσεων για να διασκεδάσει ο πολίτης ως καταναλωτής. Στον προβιομηχανικό πολιτισμό αλλά και στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης ο αγρότης και ο εργάτης τραγουδούσε και χόρευε δωρεάν μέσα στη κοινότητα, συμμετείχε στα πανηγύρια, έκανε γλέντια στο σπίτι του, καλούσε τους συγγενείς και τους γείτονες και ο οικογενειακός προϋπολογισμός ήταν ασήμαντος.
Τον 20ό αιώνα, όταν γενικεύτηκε και αυξήθηκε ο εργατικός μισθός, ξεφύτρωσαν μια σειρά από επιχειρήσεις διασκέδασης που ταυτίστηκαν με την κοινωνική άνοδο του ατόμου. Το ζήτημα χρήζει ειδικής κοινωνιολογικής και οικονομικής μελέτης, ωστόσο δεν έχει απασχολήσει επαρκώς ούτε τους κοινωνιολόγους ούτε τους οικονομολόγους και ασφαλώς ούτε τους συνδικαλιστές για τη σημασία του στο όλο εκμεταλλευτικό σύστημα.
Η υπερ-ιδεολογία της εκβιομηχάνισης που κυριάρχησε τόσο στη Δεξιά, όσο και στην Αριστερά, δεν άφησε χώρο κριτικής για τα πολιτιστικά πρότυπα της μαζικής βιομηχανικής κουλτούρας και την οικονομία που αναπτύχθηκε γύρω από αυτά. Το σύστημα ήθελε ευχαριστημένους καταναλωτές και αδιάφορους πολίτες για το πώς αξιοποιούνται οι πόροι.
Η τεχνολογική ανεργία που έχουμε αναλύσει σε άλλο άρθρο και η καταστροφική επίδραση του κορωνοϊού στη βιομηχανία της διασκέδασης έρχεται να διαταράξει συθέμελα το βιομηχανικό μοντέλο που επιβλήθηκε όλη αυτή την περίοδο. Έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι ο πολιτισμός και η πολιτική δεν μπορούν να ασκούνται για πάντα ερήμην του συνειδητοποιημένου πολίτη και της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών.