Μια συζήτηση με τον Παναγιώτη Κούστα για το κόμικ, την ΕΦ & το περιοδικό «9»

0

Μια συζήτηση με τον Παναγιώτη Κούστα και τους συντάκτες του αυτολεξεί Νίκο Ιωάννου και Αλ. Σχισμένο.

Ο Παναγιώτης Κούστας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στα οικονομικά για να σπουδάσει -μάταια- θέατρο. Εργάστηκε σχεδόν παντού, προσπαθώντας σκληρά να μην αποκτήσει καμιά καριέρα. Έχει διατελέσει βοηθός υδραυλικού και ηλεκτρολόγου, σερβιτόρος και μπάρμαν, production assistant και φωτιστής συναυλιών, ρεπόρτερ και παραγωγός ραδιοφώνου, σεναριογράφος τηλεοπτικών σειρών και κόμιξ, έκτακτος αρθρογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες, μεταφραστής κ.ά.

Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα το 1989 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πολιορκία» και το δεύτερο λίγο αργότερα στο ελληνικό Playboy. Επέστρεψε στη συγγραφή επιστημονικής φαντασίας (ΕΦ) το 2000 με το διήγημα «Ο ονειροφύλακας και η Τζένη» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «9» της «Ελευθεροτυπίας». Ο Κούστας ήταν από τους βασικούς συνεργάτες του «9» στη δεκαετή διαδρομή του. Συμμετείχε στην ανθολογία «9 έλληνες συγγραφείς ΕΦ» (2004) και στην ανθολογία «ΕΦφάνταστες ιστορίες» (2013). Το διήγημά του «Ο Άθως έμφοβος στον ναό του ήχου» μεταφράστηκε στα αγγλικά και περιλαμβάνεται στην ανθολογία “SFWA European Hall of Fame” που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2007. Το «Έξι δισεκατομμύρια τρόποι ζωής», το πρώτο του βιβλίο, κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις Τρίτων.

Γνωρίσαμε τον Παναγιώτη, πέρα από το έργο του και προσωπικά στους κοινωνικούς αγώνες, όπως στον αγώνα για την αυτοδιαχειριζόμενη ΕΡΤ τη διετία 2013-2015. Σήμερα, συνεχίζει να εκπέμπει από το αυτόνομο ραδιόφωνο ΚΡαΧ (Κοινωνικό Ραδιόφωνο Χανίων).

Νίκος Ιωάννου: Ανοίγοντας τη συζήτηση, θα ήθελα να σου θέσω μια κλασική τετριμμένη ερώτηση. Τι ήταν το «9» για εσένα, Παναγιώτη Κούστα;

Π.Κ.: Η απάντηση μονολεκτικά είναι «μεγάλη κάβλα» κι αυτό το λέω on the record. Λοιπόν, για να παραφράσω λίγο κάτι που έχω ξαναγράψει, το «9» ήταν ένα ραντεβού το μεσημέρι της Τετάρτης, της πιο μεσαίας μέρας που έχει η εργάσιμη εβδομάδα. Η ανηφόρα που αρχίζει τη Δευτέρα και συνεχίζεται την Τρίτη κορυφώνεται στο μεσημέρι της Τετάρτης, μετά όλα είναι κατηφόρα προς το Σαββατοκύριακο. Οπότε το να παίρνεις στα χέρια σου εκείνη τη στιγμή αυτό το υλικό που δημοσίευε το «9» αποκτούσε μια ιδιαίτερη σημασία.

Ν.Ι.: Ναι! Το «9» είναι για μένα, έτσι κι αλλιώς, κάτι που αφορά ένα κομμάτι της ζωής μου. Πόσο μάλλον για σένα, Παναγιώτη, ως δημιουργό του αλλά και για σένα, Αλέξανδρε, ως σχεδιαστή ακόμη τότε. Όπως καταλαβαίνεις, Παναγιώτη, το «9» αφορά ένα κομμάτι της συζήτησης μας. Ειδικά εκεί στην επαρχία ζούσαμε κάποιοι από Τετάρτη σε Τετάρτη…

Αλ. Σχισμένος: Ναι, ασφαλώς. Το «9» έσπασε ένα σημαντικό φράγμα, έβαλε το κόμικ στο τραπέζι της οικογένειας. Έσπασε το ταβάνι της Βαβέλ. Και μάλιστα εξαρχής ποντάροντας στο κόμικ -όχι σε αμερικάνικα εύπεπτα- με Καλαϊτζή και Λέανδρο, ό,τι πιο αιχμηρό έβγαλε το ελληνικό κόμικ.

Ν.Ι.: Η Φωτεινή, ο Δημητρίου και ο γάτος. Και την επιστημονική φαντασία τη διάβαζα την άλλη μέρα.

Π.Κ.: Για τον Λέανδρο θα συμφωνήσω 100%. Επειδή δούλευα τότε το βράδυ στο Decadence και τις Τέταρτες είχε ρεπό η κοπέλα που ήταν στην πόρτα (μιλάμε για την περίοδο της εμπνευσμένης κρατικής μαλακίας με τα εισιτήρια εισόδου στα μπαρ), θυμάμαι ότι υπήρχε μια τριάδα τετράδα ανθρώπων με την όποια συζητούσαμε συστηματικά, κυρίως την Χωματερή τη μέρα που δημοσιευόταν. Επιστρέφοντας αργότερα στο υλικό του Λέανδρου (με τη γνώση του 2008 ή του 2011) δεν νομίζω ότι υπήρξε καλύτερη καταγραφή της Κρίσης πριν την Κρίση. Ούτε κατά τη διάρκεια, ούτε μετά, κατά την άποψη μου -κι ας ακουστεί υπερβολικό.

Ν.Ι.: Στον Λέανδρο είδαμε σκηνές της εξέγερσης του 2008 πριν το 2008. Έχεις δίκιο· οι ιστορίες του και οι εικόνες του ήταν προφητικά… Εσύ είχες πάει, Παναγιώτη, στην Utopiales το 2007, στο 8ο διεθνές φεστιβάλ επιστημονικής φαντασίας [ΕΦ] στη Νάντη της Γαλλίας;

Π.Κ.: Σε δύο Νάντες· και στις δύο κάλυψα. Αν και στην πρώτη είχα πάει ως σύζυγος της συγγραφέως που ήταν στην ανθολογία του φεστιβάλ ενώ στη δεύτερη ως συγγραφέας για τον «Άθω» που είχε μπει στην αμερικανική ανθολογία. Έπειτα η Νάντη έχασε τον «οικουμενικό» της χαρακτήρα και άρχισε να γίνεται πολύ γαλλοφωνοκεντρική.

Ν.Ι. : Α ωραία, λοιπόν. Ποια ήταν η συγγραφέας-σύζυγος, αν θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό; Και μετά θα πρέπει να μιλήσουμε και για τον «Άθω» και για το Decadence, νομίζω… Αλλά ας πούμε αν έχεις κι άλλα για τη Νάντη. Γιατί έγινε αυτή η μεταλλαγή όσον αφορά την οικουμενική της απεύθυνση;

Π.Κ.: Πρόκειται για την Χέντβιγκ Καρακούδα, με την οποία δουλέψαμε μαζί και όλες τις μεταφράσεις του 9, αλλά και είχε σημαντικότατο ρόλο στο “προσωπικό” μου έργο. Το διήγημα ήταν το «Να καίγεσαι» και μπήκε στην επίσημη ανθολογία του φεστιβάλ από τον υπεύθυνο της έκδοσης και ιδρυτή του φεστιβάλ Bruno Della Kieza. Ήταν η χρονιά που ουσιαστικά άφησε το φεστιβάλ να πάρει τον δρόμο του· κι αυτός ο δρόμος δεν του βγήκε σε καλό.

Ν.Ι.: Το «9», λοιπόν, όπως είπες Παναγιώτη, είχε μια ιδιαίτερη σημασία μέσα στην καθημερινότητα και γνωρίζουμε ότι αυτό, όντως, συνέβαινε. Εγώ λέω πως ήταν κάτι που αφορούσε συγκεκριμένης κουλτούρας ανθρώπους σε μια διευρυμένη φάση -δηλαδή μπορεί να το διάβαζε και κάποιος που γούσταρε μόνο ένα δύο πράγματα, αλλά έπαιρνε μυρωδιά από όλα. Ήταν ένα πετυχημένο έντυπο. Ο εμπνευστής του ήταν ο Μαστοράκης; Ή προέκυψε κάπως αλλιώς;

Π.Κ.: Δεν έχω παρακολουθήσει τη «γέννηση» του «9». Γνώρισα τον Άγγελο με την έκδοση ήδη υλοποιημένη και με αφορμή το πρώτο μου διήγημα που δημοσιεύτηκε εκεί. Αυτά που ξέρω από διάφορες πηγές, όμως, είναι πως το «9» προτάθηκε και στήθηκε από τον Άγγελο και υλοποιήθηκε (αρκετά απρόθυμα) στην Ελευθεροτυπία και κάτω από την πίεση που άσκησε η Μάνια Τεγοπούλου. Ο Άγγελος και η Μάνια είχαν μια προϋπάρχουσα φιλική σχέση που έφτανε πίσω μέχρι την περίοδο των εκδόσεων ΑΚΜΩΝ, που είχαν έναν πολύ ιδιαίτερο κατάλογο βιβλίων, και ήταν της Μάνιας. Οπότε το «9» δεν ήταν «σαρξ εκ της σαρκός» της «Ε», όπως το «Έψιλον», αλλά ένα περίεργο πρότζεκτ που με κάποιο τρόπο της επιβλήθηκε -αλλά πέτυχε- με αποτέλεσμα, εκ των υστέρων, να διεκδικούν όλοι κάποιο μέρος της πατρότητάς του.

Ν.Ι.: Υπήρξε το «9» πραγματικός χώρος έκφρασης νέων καλλιτεχνών των κόμιξ και της επιστημονικής φαντασίας; Με δεδομένο ότι τέτοιος χώρος δεν υπήρξε ποτέ πριν που να έχει τόσο μεγάλη απεύθυνση και να μην αισθάνεται κάποιος/-α δημιουργός έναν φράχτη ελιτισμού μπροστά του απροσπέλαστο. Έσπασε το «9» αυτό το φράγμα του ελιτισμού ή ήταν μία από τα ίδια; Τι θα έλεγες εσύ που ήσουν από τα «μέσα» γι’ αυτό; 

Π.Κ.: Αναμφισβήτητα, ναι, για τα κόμιξ. Όσον αφορά την ΕΦ, όσο περισσότερο γινόταν -με μια παραγωγή που ουσιαστικά, πριν από την εμφάνιση του Μιχάλη Μανωλιού το 1999, ήταν πρωτόλεια και σε μεγάλο βαθμό ανάξια δημοσίευσης κατά την προσωπική μου εκτίμηση. Τα αντικειμενικά στοιχεία για τον χώρο των κόμιξ είναι ουσιαστικά οι διαγωνισμοί. Ξέρω ότι έχουν ειπωθεί πολλές παπαριές για «κλίκες» και διάφορα άλλα, αλλά επίσης ξέρω με πόση φροντίδα μεταχειριζόταν το «9» τα έργα μέχρι την επιλογή.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό οι διαγωνισμοί λειτούργησαν θετικά ως προς την μετάβαση κομιστών προς την ύλη του περιοδικού. Και φυσικά είναι τεράστιο ψέμα αυτό που λέει η γενιά του Comicdom ότι και καλά τα φανζίν, το διαδίκτυο και η ετήσια διοργάνωση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση «έφτιαξαν» τη σκηνή. Δεν έχω καμία πρόθεση να μικρύνω τη συμβολή κανενός, αλλά η ιδέα ότι χωρίς το «9» θα έπαιζε η ίδια επίδραση είναι απλώς πλακίτσα…

Α.Σ.: Ισχύει! Δίχως το «9» το ελληνικό κόμικ ήταν καταδικασμένο στην αφάνεια. Το «9» έδωσε μια δεκαετία ζωής ακόμη, τραβώντας πέρα από το 2000 τη διάρκεια της 9ης τέχνης.

Ν.Ι.: Μετά από όλα αυτά πού βρισκόμαστε; Έχουμε σήμερα μια σκηνή κόμιξ στην Ελλάδα άξια αναφοράς; Έπιασε τόπο η δουλειά του «9»;

Π.Κ.: Πάντα είχαμε σκηνή στα κόμιξ. Αυτό που άλλαξε είναι το εύρος και ο ορίζοντάς της, εννοώ ότι τώρα αρκετοί δημιουργοί λειτουργούν πιο εύκολα στο διεθνές πεδίο από ό,τι στις αρχές του 21ου. Ακόμη και βιοποριστικά με εικονογραφήσεις κτλ. Η αιχμή μού φαίνεται ότι έχει χαθεί έως ένα βαθμό, οπότε παρά το ότι η δουλειά έπιασε τόπο, το ενοχλητικό στοιχείο του «9» (που είχε μια πολύ περίεργη ισορροπία) δεν το διακρίνω πια τόσο πολύ…

Ν.Ι.: Η άλλη μου ερώτηση έχει να κάνει με τη μετάφραση. Τι σημαίνει να μεταφράζεις ΕΦ, αν δεχτούμε πως ο μεταφραστής είναι κατά κάποιο τρόπο συγγραφέας; Σε εμπνέει το έργο της μετάφρασης ώστε να γράψεις, αν είσαι ταυτόχρονα και συγγραφέας ΕΦ; Πώς λειτούργησε αυτό όσο συμμετείχες στο «9»;

Π.Κ.: Η εμπειρία μου λέει ότι με έμαθε να διαβάζω. Εννοώ πως δεν υπάρχει πιο πιστός αναγνώστης ενός έργου από τον μεταφραστή του. Αναρωτιέται «γιατί ο μαλάκας το έγραψε έτσι;» (εκτός από την προφανή εξήγηση «για να σε ταλαιπωρεί στη μετάφραση»), ποιος είναι ο ρυθμός, τα ηχοχρώματα και οι εμμονές του/της συγγραφέα κι ένα σωρό άλλα που δεν χωράνε εδώ.

Ν.Ι.: Θα μπορούσαμε να πούμε πως από μια άποψη ο μεταφραστής είναι ταυτόχρονα και συγγραφέας; Ξαναγράφει δηλαδή το έργο σε άλλη γλώσσα… χωρίς να μπορεί να ξεφύγει πολύ από το αρχικό -πράγμα που πολλές φορές βαίνει εις βάρος του ίδιου του έργου… ή όχι;

Π.Κ.: Ειδικά οι μεταφράσεις που έκανα για το «9» με βοήθησαν να δω πολύ καθαρά και πού ήταν τότε η σκηνή της ΕΦ και πώς θα χειριζόμουν εγώ δημιουργικά την ιδέα του διηγήματος, αν την είχα συλλάβει. Υπάρχει ένα νοητικό παιχνίδι μεταξύ έργου και μεταφραστή και το κατάλαβα πολύ καλύτερα όταν μεταφράστηκε στα Αγγλικά ο «Άθως» για την ανθολογία που κυκλοφόρησε στην Αμερική.

Έγιναν πολλά μπρος πίσω γι’ αυτή τη μετάφραση και την επιμέλειά της ώσπου να προκύψει το τελικό κείμενο. Και τελικά το αγγλικό κείμενο είναι λίγο σαν το ετεροθαλές δίδυμο αδελφάκι του ελληνικού κειμένου. Μετά από αυτή την εμπειρία, άρχισα να στέλνω περισσότερα mails στους συγγραφείς που μετέφραζα για την απόδοση συγκεκριμένων σημείων ή για επιλογές που έπρεπε να κάνω και η αλήθεια είναι ότι η ανταπόκριση ήταν πάντα θετική. Ως προς το δίλημμα πιστότητα ή κάτι άλλο, με το δεύτερο κομμάτι να είναι ας πούμε η κατανόηση, η ροή ή ακόμη κι η ομορφιά της έκφρασης, η μεγάλη παγίδα είναι η ευκολία της απόδοσης.

Όσο για το αν η μετάφραση σε βοηθάει να γράψεις, σ’ εμένα η απάντηση είναι καταφατική. Σε άλλους συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, θεωρούν ότι η μετάφραση τους εμποδίζει να γράψουν κάτι δικό τους, δεν έχω καταλάβει γιατί…

Ν.Ι.: Είναι η μετάφραση μια τυραννία που ο μεταφραστής την απολαμβάνει κατά κάποιον τρόπο;

Π.Κ.: Τυραννία γίνεται όταν στενεύουν τα περιθώρια παράδοσης, όταν δεν έχεις χρόνο να αφήσεις μια μετάφραση να φύγει λίγο από το μυαλό σου, να την ψιλοξεχάσεις πριν την ξαναδείς.

Αφήστε ένα σχόλιο

17 − 9 =