Λίγα λόγια με αφορμή τα όσα γράφονται και λέγονται τις τελευταίες ημέρες από τους φίλους και συντρόφους του 26χρονου Βολιώτη, Βασίλη Μάγγου, που δέχτηκε αστυνομική βία σε βάρος του, νοσηλεύτηκε και βρέθηκε προχτές νεκρός από τη μητέρα του στο δωμάτιό του:
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά και να μην δίνεται συνέχεια στην παραπληροφόρηση, τα γεγονότα έχουν ως εξής. Ο Μπίλι είχε επιλέξει από μικρός να μην μπαίνει σε καλούπια στα στενά όρια των κυρίαρχων ταυτοτήτων, σκεφτόταν ελεύθερα και δρούσε αυθόρμητα. Για αυτόν τον λόγο ήταν στοχοποιημένος από τις δυνάμεις καταστολής, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην ανάρτησή του.
Στις 14 Ιουνίου, ξυλοκοπήθηκε έξω από τα δικαστήρια του Βόλου από τις δυνάμεις καταστολής, όταν παραβρέθηκε για να συμπαρασταθεί στους συλληφθέντες της πορείας 13/6 ενάντια στην καύση σκουπιδιών από την ΑΓΕΤ/Lafarge. Μετέπειτα βασανίστηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Βόλου έξω από την οποία τον άφησαν -στην αντίθετη άκρη της πόλης από το νοσοκομείο- με επτά σπασμένα πλευρά, θλάση στο συκώτι και την χοληδόχο κύστη, χωρίς καν να καλέσουν ασθενοφόρο.
Τότε, τυχαία σύντροφοι που πήγαν στο επισκεπτήριο του συλληφθέντα της πορείας, τον βρήκαν ημιθανή στον δρόμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τεράστια σωματική κατάπτωση, ανάλογο ψυχολογικό βάρος, καθώς και οικονομικό κόστος, αφού δεν μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται.
Tο κλίμα κρατικής καταστολής μέσω της αστυνομικής τρομοκρατίας και της δικαστικής πίεσης προς τον κινηματικό κόσμο του Βόλου που αγωνίζεται ενάντια στον θάνατο της τοπικής κοινωνίας (καύση σκουπιδιών ΑΓΕΤ-Lafarge, ιδιωτικοποίηση νερών Σταγιατών, αυταρχική δημοτική αρχή Μπέου) είχε και έχει στο στόχαστρο του αγωνιστές, όπως ο Βασίλης.
Πιο συγκεκριμένα, ήταν ολοφάνερο το μετατραυματικό στρες που υπέστη μετά τη δολοφονική επίθεση σε βάρος του από πολυάριθμους εκπαιδευμένους άντρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και από τα βασανιστήρια που υπέστη στην Αστυνομική Διεύθυνση.
Παράλληλα, από τη διαδήλωση έως τον θάνατο του Μπίλι έχει ανοιχτεί μια αέναη δικογραφία για να καλύψει την αστυνομική αυθαιρεσία που αφορά πάνω από 20 άτομα με τακτικές μαφίας, ποινικοποιώντας φιλικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις. Εκβιάζουν και απειλούν σε εργασιακούς χώρους, σπίτια διαδηλωτών, συγγενείς συντρόφων. Στήνουν παρακρατικούς μηχανισμούς με τσιράκια, βαλτούς και μπράβους, οι οποίοι προσπαθούν να προβοκάρουν τον αγώνα μας εξυφαίνοντας έτσι το παραμύθι των δύο άκρων (πέσιμο δέκα ατόμων σε συναυλία οικονομικής ενίσχυσης των συλληφθέντων Πέμπτη 1/7 με απειλές και τραμπουκισμούς).
Με τέτοιες πρακτικές η κυβερνητική εξουσία εφαρμόζει το δόγμα «νόμος και τάξη», ώστε να πνίξει τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Στις 13 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, ο Μπίλι βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του από τη μητέρα του. Σήμερα, η οικογένεια του αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Μεταφέρουν τη σoρό του παιδιού μας στη Θεσσαλονίκη για νεκροψία και όχι στη Λάρισα, χωρίς τη συγκατάθεσή μας. Έχουμε δικαίωμα σαν οικογένεια να επιλέξουμε και μας το στερούν. Μάθαμε τελευταία στιγμή, ότι η σορός μεταφέρεται εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη, με τη δικαιολογία ότι στη Λάρισα αυτές τις ημέρες δεν λειτουργεί νεκροτομείο. Εμείς όμως το ψάξαμε και μάθαμε, ότι την Πέμπτη θα υπάρχει εκεί ιατροδικαστής. Έτσι μας είπαν. Πήγαμε στον εισαγγελέα και τον ρωτήσαμε ευθέως: Έχει το δικαίωμα η οικογένεια να επιλέξει που θα πάει η σορός; Του λέμε εμείς το αντέχουμε ψυχολογικά να περιμένουμε μια μέρα, αφού την Πέμπτη θα υπάρχει εκεί ιατροδικαστής. Δεν αντέχουμε το οικονομικό κόστος της μεταφοράς στη Θεσσαλονίκη, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους επιλέγουμε τη Λάρισα.
Ο εισαγγελέας μας απάντησε πως ναι, έχουμε λόγο ως οικογένεια, αλλά η απόφαση έχει ληφθεί. Ποιος πήρε την απόφαση, ρωτήσαμε; Μας κοιτούσε ο εισαγγελέας χωρίς να μιλάει. Δεχτήκατε πιέσεις, του είπα. Μας κοιτούσε και δεν μιλούσε, ομολογώντας με τον τρόπο του ότι δεν μπορούσε να αλλάξει την απόφαση. Μετά μάθαμε, ότι άλλαξαν τα δεδομένα και στη Λάρισα δεν θα έχει ιατροδικαστή για τις επόμενες 15 ημέρες! Σε ποιον να έχω εμπιστοσύνη λοιπόν;»
Μπορεί να μην γνωρίζουμε ακόμα τα ιατρικά αίτια του θανάτου του, ούτε κατά πόσο φυσικοί αυτουργοί είναι οι μπάτσοι της 14ης Ιούνη, αλλά αναγνωρίζουμε σίγουρα ως ηθικό αυτουργό το κράτος και τις δομές εξουσίας του, είτε επίσημες, είτε ανεπίσημες. Η ψυχολογική βία που υπέστη και με ό,τι αυτή συνεπάγεται δεν μπορεί να αποδειχθεί με μια ιατροδικαστική απόφαση.
Η ενοχή της αστυνομίας είναι δεδομένη!
Όσες και όσοι ήμασταν τυχεροί να γνωρίσουμε τον Μπίλι, έστω και για μία ημέρα, ξέρουμε πως ήταν άνθρωπος με καρδιά, δυναμισμό και άπειρη αγάπη. Θα ζει για πάντα στη μνήμη και στην καρδιά μας ως κοινωνικός αγωνιστής της πρώτης γραμμής, ως φίλος, σύντροφος και αδερφός.
Καλό ταξίδι Μπιλάρα!
«Κι ας μη νικήσουμε ποτέ. Θα πολεμάμε πάντα»
Φίλες και φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες του Βασίλη Μάγγου