Το πρόβλημα των κομμάτων

0

Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα επιλεγμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Μιχάλη Λιανού «Ολιστική πολιτική. Μια πρόταση για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων των σύγχρονων δημοκρατιών». Ο Μιχάλης Λιανός είναι νομικός και κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Rouen, Haute Normandie. Δίδαξε, επίσης, στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου (Goldsmiths College) και του Πόρτσμουθ.

Η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένα ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα…

…Μ’ άλλα λόγια, η σημερινή καπιταλιστική δημοκρατία αναφέρεται ακόμη στις εγγυήσεις προς το άτομο εναντίον του μοναρχικού απολυταρχισμού, ενώ ο απολυταρχισμός που ζούμε σήμερα είναι αυτός του ατομικού ανταγωνισμού και της αδυναμίας προγραμματισμού για να μπορούμε να συνυπάρχουμε ως πραγματική κοινωνία.

Όπως θα δούμε, η συνέχιση αυτού του πολιτικού προτύπου δεν είναι τυχαία· οφείλεται στο συμφέρον για την επιβίωση των πολιτικών κομμάτων που λειτουργούν ως ολιγοπώλια πολιτικής ισχύος και αποστρέφονται κάθε ανεξάρτητη τάση για πρόσβαση στην εξουσία· τα πολιτικά κόμματα προωθούν μόνο ό,τι έχει ελεγχθεί και διηθηθεί από τα ίδια και η καπιταλιστική δημοκρατία τούς δίνει ακριβώς το ιδανικό πλαίσιο για να επιβάλλουν αυτό το πολιτικό φιλτράρισμα.

Το πρόβλημα των κομμάτων

Όπως συνήθως, όσοι ωφελούνται από την άσκηση ηγεσίας ψάχνουν για αλλαγές οπουδήποτε αλλού εκτός από τον εαυτό τους. Οι σημερινοί πολιτικοί μιλούν για απαραίτητες μεταρρυθμίσεις όλων των ειδών: στην κοινωνία, την οικονομία, τον πολιτισμό… Όχι όμως και για αλλαγές που θα ανέτρεπαν τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και ασκούμε την πολιτική εξουσία. Υποτίθεται ότι χρειαζόμαστε περισσότερη δημοκρατία και αυξημένη συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα για να μειωθεί η αίσθηση ότι η εξουσία είναι μακρινή και άσχετη με τη ζωή μας.

Διάφορες ‘συμμετοχικές’ ιδέες προσπαθούν να προσθέσουν κάποια δόση άμεσης επιρροής των πολιτών στο σύστημα διακυβέρνησης αλλά οι ιδέες αυτές είναι καταδικασμένες εκ των προτέρων για έναν απλό λόγο: δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων είναι ακριβώς να περιορίζουν τη συμμετοχή του πολίτη στον βαθμό που μπορούν να τη χρησιμοποιούν ως βάση για να ενισχύουν τον ρόλο τους και την πρόσβασή τους στην εξουσία. Υποτίθεται ότι οι πολιτικοί επιθυμούν βαθύτατα να μειωθούν οι τάσεις που ονομάζουμε ‘πολιτική απάθεια’ και ‘δημοκρατικό έλλειμμα’ και να πεισθούμε όλοι ότι παίζουμε πραγματικό ρόλο στη διαμόρφωση του παρόντος και του μέλλοντός μας.

Αλλά μπορούν αυτά να επιτευχθούν όπως έχουν τα πράγματα σήμερα; Ας δούμε με ένα πρακτικό παράδειγμα ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητες εκπροσώπησης που παρέχουν τα πολιτικά κόμματα:

Ας υποθέσουμε ότι στον δήμο που ανήκετε τίθεται το ζήτημα του αν και πού θα πρέπει να γίνει ένα γήπεδο. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι ο δήμος έχει δύο ποδοσφαιρικές ομάδες που βρίσκονται από πάντοτε σε ανταγωνισμό. Θα αναθέτατε ποτέ την εκπροσώπησή σας για το ζήτημα στον πρόεδρο κάποιου από τα δύο αυτά σωματεία; Βεβαίως όχι, εκτός αν δέχεστε να περιοριστεί το ζήτημα σε συγκαλυμμένη μάχη για την επικράτηση της μιας από τις δύο ομάδες· γιατί αν δεχτείτε μια τέτοια εκπροσώπηση, πόσες είναι οι πιθανότητες να εκπροσωπηθούν οι διάφορες κατηγορίες πολιτών και οι γνώμες τους;

Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα ενδιαφέροντος για το ζήτημα:

• Πολλοί αθλούμενοι ενδιαφέρονται για την εύκολη πρόσβαση στο γήπεδο, ώστε να μπορούν να το χρησιμοποιούν όταν έχουν χρόνο.
• Μερικοί οπαδοί βρίσκουν ότι θα είναι ευκολότερο να παρακολουθούν τους αγώνες.
• Αρκετοί περίοικοι ανησυχούν για την αύξηση της κυκλοφορίας (θόρυβος, μόλυνση, κ.λπ.)· οι γονείς ιδιαίτερα, ανησυχούν για τον κίνδυνο αυτοκινητικού ατυχήματος που θα διατρέχουν τα παιδιά τους και τον κίνδυνο επεισοδίων.
• Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι κάτοικοι θέλουν να μην χτιστεί το γήπεδο κοντά στο σπίτι τους για να μην δημιουργείται φασαρία.
• Οι οικογένειες μεταναστών προτιμούν να βρίσκεται το γήπεδο όσο πιο μακριά γίνεται γιατί γνωρίζουν ότι ανάμεσα στους σκληρούς οπαδούς των ομάδων υπάρχουν μέλη βίαιων ρατσιστικών οργανώσεων· το ίδιο επιθυμούν και οι ομοφυλόφιλοι που κατοικούν στην περιοχή, για ανάλογες αιτίες.
• Μερικές επιχειρήσεις και καταστήματα, όπως παντοπωλεία, βενζινάδικα, περίπτερα και καταστήματα με φαγητά θέλουν το γήπεδο να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται γιατί έτσι θα αυξηθεί η πελατεία τους.
• Άλλα καταστήματα, όπως αυτά των επίπλων και ηλεκτρικών ειδών, επιθυμούν το αντίθετο γιατί και δυσκολότερο θα είναι να βρίσκουν χώρο στάθμευσης οι πελάτες τους, και θα πρέπει να πληρώσουν μεγαλύτερα ασφάλιστρα για να καλύψουν κινδύνους από πιθανά επεισόδια.
• Πολλές κατηγορίες πολιτών αδιαφορούν για το ζήτημα όπως τίθεται, αλλά θα εύρισκαν πολύ λογικότερο να ξοδευτούν τα χρήματα σε άλλους τομείς, όπως ο εκσυγχρονισμός των δημοσίων χώρων ή η μείωση της ρύπανσης.

Φυσικά, ο κατάλογος αυτός είναι πολύ μικρός για να δείξει την ποικιλία των συμφερόντων και γνωμών που υπάρχουν για ένα μόνο ζήτημα ακόμη και σε μια περιορισμένη κοινότητα. Όσο διευρύνεται τούτος ο κατάλογος, τόσο η ανάθεση των επιλογών στον πρόεδρο μιας από τις δύο ποδοσφαιρικές ομάδες φαίνεται γελοία. Το ερώτημα όμως είναι γιατί; Βεβαίως ο άνθρωπος αυτός είναι ικανός και αξιόπιστος -αλλιώς δεν θα τον εξέλεγαν πρόεδρο- και έχει και άλλες διαστάσεις, όπως όλοι μας. Ίσως είναι γονέας, σύζυγος, επιχειρηματίας, ή ακόμη ομοφυλόφιλος, ηλικιωμένος ή θρησκευόμενος… Εντούτοις, υπάρχει κάτι που θέτει αυτές τις διαστάσεις σε δεύτερη μοίρα, κι αυτό είναι ο ρόλος που έχει ως μέλος ενός οργανισμού μέσα στον οποίο έχει δεσμευτεί να υπηρετεί και του οποίου οφείλει να είναι η φωνή.

Με άλλα λόγια, ο λόγος για τον οποίο δεν θα τον επιλέγατε να σας εκπροσωπήσει είναι ότι έχει ακριβώς αναλάβει την υποχρέωση να παρουσιάζει μια ενιαία δημόσια προσέγγιση που να προωθεί τα συμφέροντα της ποδοσφαιρικής του ομάδας. Αυτός είναι ο θεσμικός του ρόλος και είναι φυσιολογικό να τον παίξει όσο καλύτερα γίνεται παραμερίζοντας άλλες γνώμες και, ταυτόχρονα, καλλιεργώντας την τεχνητή εντύπωση ότι όλο το ποδοσφαιρικό σωματείο είναι απολύτως συσπειρωμένο γύρω από μία και απαράλλακτη γνώμη.

Στην πραγματικότητα αυτό είναι εντελώς αδύνατο, καθώς τόσο οι παίκτες όσο και οι φίλαθλοι μπορούν επίσης να χωριστούν σε διαφορετικές κατηγορίες, πράγμα που επηρεάζει τις απόψεις τους διαφορετικά. Για να εκπροσωπηθούμε σωστά χρειαζόμαστε κάποιον -ή καλύτερα κάποιους- που να μην έχουν την υποχρέωση να υποστηρίξουν μια συγκεκριμένη θέση, αυτό που θα περιγραφεί παρακάτω ως παραπλανητική και προκαθορισμένη θέση, αλλά που να μπορούν να σταθμίσουν και να συζητήσουν κάθε φορά τις διαφορετικές απόψεις ελεύθερα, σύμφωνα με τη συνείδησή τους, τις αρχές τους και την υποχρέωση να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όλες τις γνώμες.

Ο λόγος για το σχηματικό αυτό παράδειγμα είναι για να δείξει σε μικρή κλίμακα τι συμβαίνει στην πολιτική δομή των σύγχρονων κοινωνιών.

Όλος ο πολιτικός διάλογός μας διεξάγεται στο πλαίσιο οργανισμών που προωθούν πάνω από όλα τη δική τους επικράτηση και οφείλουν πίστη στο εσωτερικό τους και όχι στην κοινωνία. Το πολιτικό κόμμα είναι σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη ενός πολιτικού συστήματος που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στο επίπεδο ιστορικής εξέλιξης των σημερινών κοινωνιών.

Ο λόγος είναι απλός: το πολιτικό κόμμα είναι οργανισμός τεχνητής ιδεολογικής συνοχής· παρουσιάζει τις θέσεις του ως ενιαίες αντιλήψεις των μελών του και, κατόπιν, ολόκληρο τον κόσμο σαν να αντιστοιχεί ιδανικά σ’ αυτές τις αντιλήψεις.

Τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι έτσι υποχρεωμένα να οχυρώνονται συστηματικά απέναντι σε κάθε ιδέα και πρωτοβουλία και να την υπονομεύουν με δύο τρόπους. Από τη μια πλευρά με τη συνεχή κριτική στην πραγματική της μορφή, και από την άλλη πλευρά, με την εφεύρεση μιας νέας κομματικής θέσης που υποτίθεται πως είναι η καλύτερη ιδέα που μπορεί να υπάρξει σ’ αυτόν τον τομέα. Αυτή η συνεχής διήθηση συμβαίνει με κάθε θέμα που προστίθεται στην πολιτικό ορίζοντα.

Έτσι τα συντηρητικά κόμματα μπορούν να αποκτούν ένα πρόγραμμα πολιτικής δικαιοσύνης, τα σοσιαλιστικά ένα πρόγραμμα για το περιβάλλον, οι οικολόγοι ένα πρόγραμμα για ρεαλιστική οικονομική πολιτική, κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα οι ίδιες οι ιδέες διηθούνται ώστε να εξασθενίσουν αρκετά για να υιοθετηθούν μόνο στη μορφή που εξυπηρετούν την αύξηση της επιρροής του κόμματος και την παρουσίασή του στους πολίτες ως τέλειου και ομοιόμορφου μηχανισμού σκέψης και δράσης.

Το χειρότερο όμως είναι ότι στο εσωτερικό του το πολιτικό κόμμα είναι ένας ισοπεδωτικός μηχανισμός που πασχίζει να εκλέξει υποτιθέμενους λαϊκούς αντιπροσώπους, που στην πραγματικότητα δεν αποτελούν παρά στελέχη μιας συνηθισμένης ιεραρχίας. Οι βουλευτές οφείλουν την ίδια την πολιτική τους ύπαρξη στην κομματική τους ταυτότητα και μόνο όσοι είναι αρκετά πειθήνιοι, αλλά και καιροσκόποι, θα προχωρήσουν έστω και στα μεσαία σκαλιά της κομματικής ιεραρχίας. Η ανεξαρτησία είναι εξ ορισμού το μέγιστο κομματικό αμάρτημα και ο δρόμος προς τις ανώτατες βαθμίδες περνά από πολυετή και δοκιμασμένη υποταγή στους στόχους του κόμματος.

Όσο πιο κοντά βρίσκεται το κόμμα στην ανάθεση της εξουσίας τόσο η απαίτηση για υπακοή μεγαλώνει. Πολύ συχνά η υποταγή αυτή επιβάλλεται να είναι και ενθουσιώδης· κανείς δεν γίνεται υπουργός χειροκροτώντας τον αρχηγό του χλιαρά στα κομματικά συνέδρια!

Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι διαθέτουμε ένα πολιτικό σύστημα που είναι απολύτως σχεδιασμένο να παράγει μετριότητες που αποδέχονται τη λογική ότι καμία διαφωνία δεν πρέπει να εμφανίζεται προς τα έξω γιατί το εκλογικό σώμα δεν είναι ώριμο για να δώσει την εξουσία σε ομάδες των οποίων τα μέλη διαφωνούν μεταξύ τους. Αυτό βεβαίως δείχνει πώς βλέπουν τα κόμματα τον υποτιθέμενο μέσο εκλογέα: ως κάποιον τόσο ανόητο που να αγνοεί ότι, για παράδειγμα, στο περιβάλλον της δουλειάς του και της οικογένειάς του υπάρχουν αρκετές διαφορετικές θέσεις, αν και αυτό μάλλον βοηθά στη σωστή εξέλιξη των πραγμάτων γιατί υποχρεώνεται κανείς να σκεφτεί το ζήτημα από πολλές πλευρές πριν αποφασίσει τι πρέπει να γίνει· δείχνει όμως και κάτι ακόμη πιο απογοητευτικό: ότι το σύστημα της πολιτικής μας αντιπροσώπευσης αδυνατεί να μας εκπροσωπήσει, καθώς εκείνοι τους οποίους ψηφίζουμε είναι από την αρχή δέσμιοι στόχων και προτεραιοτήτων που δεν έχουν σε τίποτε να κάνουν με τους δικούς μας στόχους και προτεραιότητες, αλλά ακολουθούν τη λογική των συμφερόντων ενός οργανισμού που η μόνη του ανησυχία για μας είναι μήπως τυχόν νομίσουμε ότι κάποιος παρόμοιος οργανισμός είναι καλύτερος και αποφασίσουμε να τον ψηφίσουμε.

Το κομματικό παιχνίδι, ενώ παρουσιάζεται να καλύπτει μεγάλο φάσμα ιδεών και προτάσεων, διακρίνεται στην πραγματικότητα απ’ άκρου εις άκρον από μία ομοιομορφία. Την ομοιομορφία της παραγωγής μέτριων και πειθήνιων στελεχών που πριν φτάσουν ακόμη και σε θέσεις μεσαίας επιρροής, προσφέρουν πολλές αποδείξεις κομματικής πειθαρχίας, ξεκινώντας συχνά από την οργάνωση της ‘επαφής’ με τους ψηφοφόρους, περνώντας στην εξυπηρέτηση των κομματικών συμφερόντων σε τοπικό επίπεδο, και καταλήγοντας στην παραμόρφωση και της πιο αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας στα βραδινά δελτία ειδήσεων. Είναι, με άλλα λόγια, σχεδόν αδύνατο να προωθηθούν στην κομματική ιεραρχία εκείνοι που σκέφτονται και δρουν ανεξάρτητα και που δίνουν προτεραιότητα σε ό,τι θεωρούν κοινό καλό, δηλαδή οι έξυπνοι, δραστήριοι, ακέραιοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι τους οποίους θα θέλαμε να έχουμε πολιτικούς και κυβερνήτες.

Όσοι είναι τέτοιοι, δεν ασχολούνται με την πολιτική ή όταν ασχοληθούν και δεν υποχρεωθούν να την εγκαταλείψουν, σπάνια κατορθώνουν να αποκτήσουν την επιρροή που θα έπρεπε να έχουν, αφού μοιραία αποτελούν μειονότητα. Θα πρέπει λοιπόν να πάψουμε να αναζητούμε στους πολιτικούς και τους διαχειριστές της εξουσίας ως πρόσωπα τις αιτίες της μετριότητας του πολιτικού μας συστήματος. Αντίθετα, πρέπει να κατανοήσουμε το ίδιο το κομματικό σύστημα ως μηχανισμό που είτε επιβάλλει στα πρόσωπα την παραπλανητική και προκαθορισμένη λογική του κομματικού συμφέροντος είτε, αν αντιστέκονται, τα αποβάλλει από το σύστημα.

Βεβαίως, η κατάσταση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας αλλά προϊόν της ιστορίας. Όπως είδαμε, το πολιτικό κόμμα είναι ένας οργανισμός που γεννήθηκε ως μηχανισμός εκδημοκρατισμού και συνόδευσε τη μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Αναφέρεται, με άλλα λόγια, σε κοινωνίες με ξεκάθαρες και διακριτές τάξεις που προωθούν και προστατεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Τα θέματα της σύγκρουσης είναι περιορισμένα και τα μέλη των τάξεων αυτών γνωρίζουν πού ανήκουν με βάση την επαγγελματική τους απασχόληση και την κοινωνική ιεραρχία.

Το κόμμα λοιπόν έρχεται να περιγράψει και να προωθήσει τούτο τον ενιαίο κύκλο συμφερόντων. Το τοπίο αυτό άλλαξε αρκετά στα εκατόν εξήντα χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά παρέμεινε σε κάποια σχέση με τις αρχικές συνθήκες. Η διαφορά ανάμεσα σε όσους δούλευαν χειρωνακτικά και σ’ εκείνους που δούλευαν ως υπάλληλοι ή έμποροι και επαγγελματίες, καθώς και στους επιστήμονες, ήταν αρκετά μεγάλη και αρκετά μόνιμη από γενιά σε γενιά, ώστε καθένας να αισθάνεται ότι εκπροσωπείται καλά σε κάποια από τις δύο ή τρεις κατευθύνσεις που αντιστοιχούσαν στα πολιτικά κόμματα.

Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά το τοπίο αυτό άλλαξε θεαματικά και εξακολουθεί να αλλάζει. Ιδίως από τη δεκαετία του ’60, οι αλλαγές αυτές αποτυπώθηκαν πολιτισμικά και έφεραν επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τόσο τον εαυτό μας, όσο και τον υπόλοιπο κόσμο. Από την τεράστια μεταβολή στη θέση και τον ρόλο των γυναικών ως την αμφισβήτηση κάθε συντηρητικής αξίας, οι αλλαγές αυτές βασίστηκαν στην ευμάρεια και τις δυνατότητες επικοινωνίας που πρόσφερε ένας νέου τύπου καπιταλισμός, όπου καθένας –ακόμη και ο βιομηχανικός εργάτης– μπορούσε να ελπίζει ότι με την προσωπική δουλειά του και χωρίς να εξαρτάται από άλλους, θα πετύχαινε ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο που θα εξακολουθούσε εγγυημένα και μετά το τέλος της επαγγελματικής του ζωής.

Αυτό οδήγησε σε μεγάλες αλλαγές στις ανθρώπινες σχέσεις καθώς κάθε άτομο έπαψε να εξαρτάται από τον περίγυρό του και απέκτησε ξαφνικά τη δυνατότητα να θέτει στόχους που το απομάκρυναν από τον τρόπο ζωής που υπήρχε γύρω του για πολλές γενιές. Καθένας μπορούσε και επομένως έπρεπε (!) να μορφωθεί και να προσπαθήσει για όσο το δυνατό καλύτερα αποτελέσματα σ’ αυτό το καινούργιο πλαίσιο της συνεχούς αλλαγής. Καθένας άρχισε να αναπτύσσει ανεξάρτητες, προσωπικές επιθυμίες και στόχους χωρίς να αισθάνεται ότι η ζωή του ήταν προδιαγεγραμμένη. Σε διάστημα περίπου τριάντα χρόνων βρεθήκαμε από μια κοινωνία τάξεων, ομάδων και κοινοτήτων, σε μια κοινωνία ατόμων που διαθέτουν προσωπικές φιλοδοξίες και στόχους και, πάνω από όλα, την αίσθηση ότι έχουν το απόλυτο δικαίωμα να διαθέτουν προσωπική γνώμη για κάθε θέμα, που μπορεί να διαφέρει από τη γνώμη οποιουδήποτε άλλου. Βεβαίως αυτές οι προσωπικές αντιλήψεις δεν είναι άσχετες με τις οικονομικές συνθήκες του καθενός (π.χ. όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα είναι πιθανότερο να θεωρούν ότι προέχουν οι δαπάνες για κοινωνικές παροχές παρά εκείνες για νέα αεροδρόμια), αλλά η ποικιλία των ζητημάτων προς συζήτηση και το ασύλληπτο πλήθος των διαφοροποιήσεων οδηγεί πλέον σε τεράστιο φάσμα επιλογών που καθένας μας χειρίζεται χωριστά (π.χ. είναι πολύ πιθανό οι γονείς ενός παιδιού με άσθμα, ή μία άνεργη οικολόγος, να θεωρούν, παρά το χαμηλό τους εισόδημα, ότι η μείωση της ρύπανσης είναι ίσως πιο σημαντική από την αύξηση των κοινωνικών παροχών).

Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν μια εντελώς νέα κατάσταση για τη δημόσια συζήτηση και τη συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, καθώς και οι δύο αυτές διαστάσεις μπορούν πλέον να υπάρξουν μόνο σε ελεύθερη κατάσταση, έξω από τα προκαθορισμένο πλαίσιο που επιβάλλει η παραπλανητική οχύρωση των κομματικών θέσεων.

Ακριβώς για τον λόγο αυτό βρισκόμαστε μπροστά στο σημερινό αδιέξοδο: η πληροφόρηση και η ελευθερία της έκφρασης είναι χωρίς προηγούμενο, ενώ οι πολίτες αισθάνονται όλο και μακρύτερα από την πολιτική διαδικασία και τους πολιτικούς θεσμούς που μάταια προσπαθούν να τους προσελκύσουν με την ξύλινη γλώσσα τους. Οι οξυδερκείς παρατηρητές θα έχουν καταλάβει ότι ο ίδιος λόγος κάνει το κοινό να προτιμά τις τηλεοπτικές πολιτικές συζητήσεις από εκείνες του κοινοβουλίου και από τις επίσημες ανακοινώσεις.

Το πολιτικό κόμμα είναι, από αυτή τη σκοπιά, μια κάνουλα βαρελιού στη μέση ενός τεράστιου φράγματος· αφήνει να περάσει μόνο εκείνη την ελάχιστη ποσότητα ιδεών και απόψεων που μπορεί να κατευθύνει προς τον προσανατολισμό που επιθυμεί.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι πολλαπλασιαζόμενες ανακοινώσεις για κομματικά ‘ανοίγματα προς την κοινωνία’ δεν είναι παρά μάταιες η εξωραϊστικές πρωτοβουλίες, που δεν έχουν την παραμικρή επίδραση στην πράξη.

[…] Ο τρόπος εκλογής και εκπροσώπησης παραμένει ο ίδιος. Τα μεγάλα ζητήματα, όπως η κοινωνική ανισότητα και η σχέση του ιδιωτικού τομέα με την κοινωνία επιμένουν. Όσο για τα ζητήματα που προστίθενται, όπως η κοινωνία που περιλαμβάνει ανθρώπους από πολλές φυλές και έθνη, η παγκοσμιοποίηση ή η απομόνωση και η ανασφάλεια που προξενούν οι νέες συνθήκες, τρέχουν πολύ πιο γρήγορα από κάθε κομματική προσέγγιση που εξαντλείται σε κοινοτοπίες.

Το πολιτικό κόμμα καθυστερεί την κοινωνική μας πρόοδο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ακριβώς γιατί αποτελεί δομή εξουσίας και συνοχής που αντιστοιχεί σε συνθήκες απολύτως παρωχημένες. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα νέο εκλογικό και πολιτικό σύστημα που να βασίζεται στην ανοργάνωτη ατομική συμμετοχή, να καλλιεργεί τον πραγματικό διάλογο που να αντανακλά όλες τις αντιλήψεις της εποχής του, όπου κάθε συμμέτοχος θα δηλώνει τις αρχές που ακολουθεί, την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του και τους βασικούς προσανατολισμούς του. Και, πάνω από όλα, ένα σύστημα που να δεσμεύεται ως προς την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, όπως γίνεται από καιρό σε όλους τους άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όπως οι εργαζόμενοι παραδίδουν ένα συμφωνημένο αποτέλεσμα στον εργοδότη τους, οι επιχειρήσεις παρέχουν εγκαίρως και εγγυώνται τις υπηρεσίες και τα προϊόντα τους παρά τις διακυμάνσεις της αγοράς, έτσι και η δομή της διακυβέρνησής μας πρέπει να δεσμεύεται και να κρίνεται μόνο με συγκεκριμένους στόχους. Χρειάζεται λοιπόν να αντικαταστήσουμε ένα στατικό σύστημα προκαθορισμένων θέσεων και περιορισμών με ένα σύστημα διαρκούς αλλαγής και συγκεκριμένων προτεραιοτήτων.


*Το βιβλίο Ολιστική πολιτική του Μιχάλη Λιανού διατίθεται, πλέον, ελεύθερα και δωρεάν στο https://mlianos.wordpress.com/ 

Αφήστε ένα σχόλιο

4 × 4 =