Χρήστος Μαντούδης
Παρότι η πανδημία του COVID-19 έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του μιντιακού συστήματος στην Ελλάδα, υπερκαλύπτοντας άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα της δημόσιας ζωής, το νομοσχέδιο Χατζηδάκη[1] αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον μιας μεγάλης μερίδας πολιτών, ερευνητών και μέσων ΜΜΕ για το περιβάλλον και την οικολογική κρίση. Αν και οι κινητοποιήσεις κατά του νομοσχεδίου ήταν αποφασιστικές και άμεσες, σύσσωμη η ΝΔ υπεραμύνθηκε των διατάξεων χαρακτηρίζοντάς το ως μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση αρκέστηκε σε ηρωική έξοδο από το Κοινοβούλιο, αρνούμενη να νομιμοποιήσει δια της παρουσίας της ένα καταστροφικό νομοσχέδιο (για το οποίο η ίδια είχε προετοιμάσει το έδαφος ούσα κυβέρνηση) φέρνοντας στον νου εικόνα της Greta Thunberg στη γαλλική Εθνοσυνέλευση (Assemblée nationale)[2]. Τότε η Greta είχε κατηγορήσει τους Γάλλους βουλευτές ότι ηθελημένα επιτρέπουν στους επιχειρηματίες του ενεργειακού τομέα να διαιωνίζουν την εξάρτηση του παραγωγικού μοντέλου από ρυπογόνους πόρους. Παράλληλα, ενώ τους χαρακτήριζε μεταξύ άλλων υποκριτές και ανώριμους, εκείνοι χειροκροτούσαν και επιδοκίμαζαν τη νεαρή ακτιβίστρια σκηνοθετώντας ένα άβολο θέαμα εφάμιλλο της αποχώρησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιχειρηματολογία για τη σύμπραξη της επιχειρηματικής με την πολιτική ελίτ για την εδραίωση της οικολογικής μη βιωσιμότητας δεν είναι κάτι καινούριο. Για παράδειγμα η Naomi Klein[3] αναφέρεται εκτενέστατα στην άρνηση των μεγαλοεπενδυτών να εκσυγχρονίσουν τον παραγωγικό σχεδιασμό προς μια οικολογική κατεύθυνση για τα επόμενα 20-25 χρόνια, διότι η μετάβαση κρίνεται ιδιαίτερα ακριβή.
Θεωρώ πως είναι δόκιμο να ερμηνεύσουμε όλα τα παραπάνω όχι μεμονωμένα αλλά συγκεντρωτικά με όρους μεταδημοκρατικούς. Υπ’ αυτό το θεωρητικό πρίσμα θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τις εικόνες που εκτυλίχθηκαν στο ελληνικό και γαλλικό κοινοβούλιο ως την επικύρωση της πολιτικής απραξίας των εθνικών δημοκρατικών θεσμών, την αδυναμία τους να επηρεάσουν καίρια ζητήματα της πολιτικής ζωής και την αναγωγή του πολιτικού διαλόγου σε θέαμα. Επιπλέον, η δυνατότητα του φιλελευθεροποιημένου κεφαλαίου να διαμορφώνει το κοινωνικοπολιτικό (σ΄ αυτή την περίπτωση το οικολογικό) γίγνεσθαι χωρίς να λογοδοτεί σε Πολιτειακούς θεσμούς καταδεικνύει την πλήρη υπαγωγή του πολιτικού χώρου στους κανόνες της αγοράς.
Αντίστοιχα ο (υποτιθέμενος) «Εκσυγχρονισμός της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας» -πλην του αναμφίβολα ολέθριου περιεχομένου του- αντικατοπτρίζει άριστα το μεταδημοκρατικό σκηνικό που έχει στηθεί στα μέρη μας εδώ και κάμποσα χρόνια. Από την εργαλειακή χρήση της επιστήμης, την σωματική/διαλεκτική καταστολή της διαφωνίας, ως την επίκληση έκτακτης ανάγκης για την επιβολή ακραίων μέτρων, δείχνει να παγιώνεται ο μετασχηματισμός της αστικής δημοκρατίας σε ένα νέο ιδίωμα το οποίο διαταράσσει δομικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να αναδείξει την άρρηκτη σχέση μεταξύ μεταδημοκρατίας και οικολογικής κρίσης.
Μεταδημοκρατία
Προεξέχοντες θεωρητικοί που μελετούν το μεταδημοκρατικό ιδίωμα είναι μεταξύ άλλων οι Jacques Ranciere, Chantal Mouffe και Colin Crouch, ενώ σημαντικότατη, όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι η συμβολή του Peter Mair.
Ο όρος μεταδημοκρατία περιγράφει τη διάβρωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως είχε δομηθεί μεταπολεμικά και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄90 στις χώρες του Δυτικού κόσμου. Κατά τον Crouch[4] αποτελεί μια τάση (tendency) πλήρους αποπολιτικοποίησης του πολιτικού χώρου και τη μετατόπισης της πολιτικής από δημόσιους σε απολιτικούς/τεχνοκρατικούς θεσμούς (Κομισιόν, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.α.).
Παρότι οι δημοκρατικές διαδικασίες και θεσμοί, όπως οι εκλογές, η συνταγματικότητα και τα ατομικά δικαιώματα διατηρούνται, η λαϊκή κυριαρχία φθίνει. Απόντος του λαϊκού παράγοντα οι πολιτικές αποφάσεις εκπίπτουν ελέγχου και λογοδοσίας, πράγμα που στερεί απ’ τον πολίτη τη δυνατότητα αμφισβήτησης του κυρίαρχου κόσμου.
Με λίγα λόγια, η μετάλλαξη του φιλελεύθερου στο μεταδημοκρατικό μοντέλο συντελεί στην παρακμή του κυρίαρχου πολιτικού υποκειμένου (λαός) και στην αποδυνάμωση μιας ήδη ελλιπούς δημοκρατικής παραλλαγής.
Παρότι το φιλελεύθερο δημοκρατικό μοντέλο απέχει πολύ απ’ το να χαρακτηριστεί ιδανικό, αξίζει να αναγνωρίσουμε πως το στοιχείο του ανταγωνισμού ήταν ακόμα έντονο μέχρι και τη δεκαετία του ’90, καθώς υπήρχε μια υποτυπώδης διαφορά μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Επίσης, τα εργατικά συνδικάτα ασκούσαν έντονες πιέσεις για την εξυπηρέτηση λαϊκών συμφερόντων και τα κόμματα αλληλοεπιδρούσαν πιο ενεργά με τους ψηφοφόρους τους. Παράλληλα, σημαντική δικλείδα ασφαλείας για τους λιγότερο προνομιούχους αποτελούσε το κράτος πρόνοιας και η κρατική παρεμβατικότητα στις τιμές των αγαθών.
Η ανάδυση της μεταδημοκρατίας είναι πλήρως συνυφασμένη με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα που άρχισε να εδραιώνεται από τις κυβερνήσεις των Thatcher και Reagan σε Αγγλία και ΗΠΑ αντίστοιχα. Οι δύο αυτοί ηγέτες εφάρμοσαν με ευλάβεια τα παραγγέλματα της Σχολής του Σικάγο που επιτάσσουν την εναρμόνιση του δημόσιου τομέα με τους κανόνες της αγοράς, την αποδοτικότητα, την ανταγωνιστικότητα, την ταχύτητα[5]. Με την παγίωση της αγοραίας λογικής στη δημόσια σφαίρα έγινε δυνατή η εμπορευματοποίηση αγαθών που έχριζαν κρατικής διαχείρισης (όπως η υγεία, η παιδεία και η ενέργεια) εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και την επισφάλεια. Κυριότερα, όμως, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός στόχευε και στοχεύει στη μετατροπή του πολίτη σε κεφάλαιο, η αξία του οποίου πρέπει συνεχώς να αναβαθμίζεται για να εξασφαλίσει μια καλύτερη θέση στην αγορά εργασίας[6].
Κατ’ επέκταση, ο πολιτικός χωροχρόνος αποδημοκρατικοποιείται με κάθε μέσο. Το άτομο επωμίζεται τις προσωπικές του ευθύνες και καθήκοντα αφήνοντας την πολιτική στους μηχανισμούς του κράτους και τους «ειδικούς»[7].
Η «επιστημονικοποίηση» της πολιτικής ή απλούστερα ο τεχνοκρατισμός αποτελεί δομικό στοιχείο της μεταδημοκρατικής πραγματικότητας. Αυτού του τύπου η εξουσία λειτουργεί, όπως υπογραμμίζει ο Ranciere[8], ως αυθεντία κυριαρχίας (authority) και όχι ως δύναμη μεταβολής (sovereign). To ίδιον τούτης της επιστημονικής γνώσης είναι ότι εργαλειοποιείται από τους δήθεν απολιτικούς θεσμούς και παρουσιάζεται ως μια μορφή απόλυτης, αντικειμενικής αλήθειας καταργώντας ουσιαστικά τον ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα της πολιτικής. Στη μεταδημοκρατική εποχή οτιδήποτε αμφισβητεί την ορθότητα του γραφειοκρατικού μηχανισμού βαφτίζεται φθηνός λαϊκισμός. Το πόσο επιστημονικά ορθό η μη είναι να λαμβάνονται κάποια επιστημονικά ευρήματα ως αδιαμφησβήτητη αλήθεια θα μπορούσε από μόνο του να γεμίσει εκατοντάδες σελίδες. Βάσει κοινής λογικής πάντως μοιάζει τουλάχιστον μονόπλευρο, μεροληπτικό και επιζήμιο για τη δημοκρατία.
Όπως επισημαίνει ο Peter Mair, η κατάλυση του συγκρουσιακού στοιχείου παραγκωνίζει αμφότερους πολίτες και πολιτικούς απ’ τον πολιτικό χώρο, τάση που όρισε ως διπλή απαγκίστρωση (twin disengagement)[9]. Οι μεν απομακρύνονται γιατί η γνώμη τους δεν είναι αρκετά τεκμηριωμένη ώστε να αντιπαρατεθεί αυτή των ειδικών, οι δε αποδεχόμενοι ότι ο ρόλος τους είναι περιορισμένος, λόγω κυριαρχίας των διοικητικών μηχανισμών, προσκολλώνται στους θεσμούς εξουσίας για να διαφυλάξουν τα αξιώματά τους. Η απεμπλοκή της πολιτικής ελίτ απ’ την πολιτική αρένα συμπίπτει με τη γενικότερη παρακμή του κομματικού συστήματος, αίτια της οποία είναι μεταξύ άλλων η ραγδαία μείωση των κομματικών μελών σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες και η αυξανόμενη εκλογική αστάθεια. Αποκομμένα από τη λαϊκή τους βάση τα κόμματα στράφηκαν σε άλλες πηγές εξασφάλισης της εκλογικής και οικονομικής τους επιβίωσης, όπως είναι τα κρατικά ταμεία (κατερλοποίηση)[10].
Σ’ αυτό το αποπολιτικοποιημένο και στείρο, κατά τον Crouch, περιβάλλον το επιχειρηματικό κεφάλαιο ήταν πρόθυμο να στηρίξει τους μηχανισμούς που θα νομιμοποιούσαν τα συμφέροντά του. Η σύμπραξη πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μεταδημοκρατία, μιας και το επιχειρηματικό κεφάλαιο έχει καταφέρει να εισχωρήσει τόσο βαθιά στους κόλπους των εθνικών και υπερεθνικών θεσμών εξουσίας ώστε, απαλλαγμένο από κάθε φωνή αμφισβήτησης, να υπαγορεύει, να υποδεικνύει και να καθορίζει το πολιτικό γίγνεσθαι.
(Μετα)δημοκρατία και οικολογία
Κανείς εκ των ηγετών του δυτικού κόσμου δεν είναι αρκετά αφελής (ή παντοδύναμος) ώστε να αμφισβητήσει την οικολογική κρίση πλην του Trump, ο οποίος με θάρρος (ή θράσος) χαρακτηρίζει την κλιματική αλλαγή απάτη, ψευδή είδηση και συνομωσία. Τα περισσότερα αν όχι όλα τα κράτη, όπως και οι υπερεθνικοί θεσμοί, έχουν θέσει ως στρατηγικό στόχο την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης και τη στροφή προς εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Στους βασικούς πολιτικούς τομείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για παράδειγμα, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί βασική επιδίωξη καθώς γίνεται λόγος για «βιώσιμη ανάπτυξη», «πράσινη οικονομία», και «προστασία της βιοποικιλότητας»[11].
Μια γρήγορη ματιά στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη αρκεί για να εντοπίσει κανείς την αντίφαση μεταξύ αυτού και των μεγαλεπήβολων περιβαλλοντικών διατάξεων της ΕΕ. Πρώτον, το νομοσχέδιο χαρίζει γη και ύδωρ στους πετρελαϊκούς κολοσσούς, άρα ουδεμία σύμπνοια υπάρχει με την απεξάρτηση από ρυπογόνους ενεργειακούς πόρους. Δεύτερον, το πλάνο εφαρμογής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (π.χ. αιολικά/φωτοβολταϊκά πάρκα, υδροηλεκτρικά εργοστάσια) αφορά ιδιωτικές επενδύσεις βιομηχανικού τύπου. Τέτοιες δομές εκμετάλλευσης υποβαθμίζουν ανεπανόρθωτα τη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων και εν τέλει αποτελούν αιτία διόγκωσης παρά εξομάλυνσης της οικολογικής κρίσης.
Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να χρίζει αποδοχής ένα νομοσχέδιο που ευθέως αντιτίθεται στις Κοινοτικές περιβαλλοντικές επιταγές και οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου οικολογική καταστροφή; Μα όλα είναι δυνατά όταν συντελούνται στο όνομα της ανάπτυξης. Εδώ πιστεύω έγκειται η σχέση μεταξύ μεταδημοκρατίας και οικολογικής κρίσης, σχέση που συμπυκνώνεται σε δύο παραμέτρους. Αρχικά, στον πολιτικά κενό μεταδημοκρατικό χώρο ρυθμιστικό παράγοντα της ζωής αποτελούν τα μαθηματικά/λογιστικά και κατ’ επίφαση επιστημονικά μοντέλα, λειτουργώντας ως πηγή νομιμοποίησης ενός σαθρού πολιτικού οικοδομήματος που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ενεργειακού κλάδου. Δεύτερον, η απουσία (θεσμοποιημένου) αντίπαλου ιδεολογικού δέους επιτρέπει την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής ως τον μόνο τρόπο οργάνωσης, καθώς οι όποιες φωνές αντίδρασης στην τεχνοκρατική μη βιωσιμότητα παραγκωνίζονται στο περιθώριο, περιορίζονται εκτός κοινοβουλευτικών αιθουσών και συχνά καταστέλλονται βίαια. Ελλείψει γόνιμης κοινοβουλευτικής σύγκρουσης η οικολογική κρίση (όπως και κάθε μείζον πολιτικό ζήτημα) ανάγεται σε θέαμα προς τέρψη του εκλογικού σώματος που ενδεχομένως να φέρει μελλοντικά το εκάστοτε κόμμα κοντύτερα στους θεσμούς εξουσίας.
Παράλληλα, η επίκληση κρίσεων ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης (όπως αυτή του COVID-19) αποτελεί εργαλείο κάμψης αντιστάσεων υπό τον φόβο της οικονομικής συντέλειας.
Στο ελληνικό παράδειγμα σκιαγραφείται πρόδηλα η μεταδημοκρατική πραγματικότητα όπου τα πάντα (από την ενέργεια, την υγεία και την ανθρώπινη ζωή μέχρι την αισθητική και την αξιοπρέπεια) έχουν χρηματιστηριακή αξία. Όπως άλλωστε κυνικά παραδέχτηκε και ο Wolfgang Schäuble[12] «δεν είναι απόλυτο ότι τα πάντα υποχωρούν μπροστά στην ανθρώπινη ζωή», πόσο μάλλον μπροστά στην ποιότητα του φυσικού κόσμου. Ναι μεν η ΕΕ αναγνωρίζει την ύπαρξη της οικολογικής κρίσης, αλλά, ούσα εμμονικά αφοσιωμένη στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο (υπ)ανάπτυξης, αντισταθμίζει τις οικολογικές συνέπειες του fast track νομοσχεδίου Χατζηδάκη με τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη των επενδύσεων του ενεργειακού κλάδου.
Για τους τεχνοκρατικούς θεσμούς αρκεί να πιάσουμε τους στόχους των εξοντωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων ακόμα κι αν χρειαστεί να εκποιήσουμε όσο όσο τον φυσικό πλούτο του τόπου προς επιζήμιες επενδύσεις. Επιβάλλεται επίσης και να καταστήσουμε κάθε νομικό πλαίσιο φιλικό προς τους επενδυτές, ώστε να αναβαθμίσουμε τη θέση μας στους οίκους αξιολόγησης, ακόμα κι αν αυτό εντείνει την οικολογική κρίση. Φυσικά τα οικονομικά οφέλη προορίζονται για τις τσέπες των επενδυτών που θα εκμεταλλευτούν μέχρις εσχάτων τους φυσικούς πόρους με εργατικά χέρια επιδοτούμενα απ’ το ΕΣΠΑ και θα αποχωρήσουν ψάχνοντας για τη νέα κερδοφόρα επένδυσή τους. Ουδείς λόγος γίνεται για τις επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες, στην ποιότητα των οικοσυστημάτων και τη βιοποικιλότητα ακόμα και στον τουρισμό που αποτελεί και τη «βαριά βιομηχανία της χώρας».
Ταυτόχρονα, τα κοινωνικά κινήματα που αντιστέκονται στη λεηλασία του φυσικού πλούτου και απαιτούν τη δημοκρατικοποίηση της οικολογικής κρίσης βιώνουν την ωμή κρατική βία απ’ τα σώματα ασφαλείας, τα οποία δείχνουν να έχουν χριστεί μπράβοι της εξουσίας. Κι όλα αυτά με αφορμή την ύφεση που είχε ξεκινήσει πολύ πριν την έξαρση της πανδημίας.
Η μεταδημοκρατία δεν είναι η οικολογική κρίση, μιας και η δεύτερη προϋπάρχει της πρώτης. Το περιβάλλον λεηλατείται συστηματικά εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ωστόσο στο παρελθόν όλοι έκαναν πως δεν έβλεπαν το μέγεθος της καταστροφής. Το ίδιον της μεταδημοκρατικής εποχής είναι ότι παρά τις υποσχέσεις για συγκροτημένη δράση κατά της οικολογικής κρίσης, το ίδιο το σύστημα αυτοαναιρείται καθώς λειτουργεί πλήρως υπό τις υποδείξεις του ενεργειακού κλάδου που με τη σειρά του βλέπει το περιβάλλον ως μια ακόμα πηγή κέρδους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δημοκρατία πλέον περισσότερο λειτουργεί ως μοχλός νομιμοποίησης των συμφερόντων του κεφαλαίου και της πολιτικής ελίτ, παρά ως διαδικασία αμφισβήτησης του κυρίαρχου κόσμου και αυτοοργάνωσης.
Αυτομάτως οι νίκες των περιβαλλοντικών κινημάτων της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Κροατίας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων[13] καθίστανται ακόμα σημαντικότερες και αποτελούν φάρους για τη διεκδίκηση πολιτικών αιτημάτων στην εποχή της πλήρους αποπολιτικοποίησης.
Επίσης, δείχνουν ότι παρά την οργανωμένη καταστολή οποιουδήποτε εναλλακτικού αφηγήματος ενάντια στο κυρίαρχο, τα κοινωνικά κινήματα διεκδικούν μέσα από την άμεση δημοκρατία έναν άλλο κόσμο με λιγότερες ανισότητες, λιγότερη εκμετάλλευση, σε ισορροπία με τον φυσικό κόσμο. Πρωτοβουλίες αμεσοδημοκρατικής αυτοδιαχείρισης, όπως αυτή των κατοίκων των Σταγιατών Πηλίου που ανέλαβαν οι ίδιοι την πολιτική διαχείριση του χωριού, αποτελούν παράδειγμα για το εγγύς μέλλον.
Ίσως εν τέλει ο μόνος τρόπος διεκδίκησης ενός κόσμου με καθαρά νερά και αέρα, ενεργειακά βιώσιμο και δίκαιο να περνάει μέσα απ’ το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας και της εξέγερσης ενάντια στο μεταδημοκρατικό νεοφιλελεύθερο ιδίωμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] https://www.aftoleksi.gr/2020/05/03/amesi-aposyrsi-perivallontoktonoy-nomoschedioy-sygkentroseis-vinteo-enimerotikis-ekdilosis/
[2] https://awpc.cattcenter.iastate.edu/2019/12/02/speech-at-the-national-assembly-in-paris-july-23-2019/
[3] Klein, N. (2014). This changes everything: Capitalism vs. the climate.
[4] Crouch, C. 2004. Post-democracy. Cambridge: Polity Press.
[5] Katsambekis (2016). “The People” and Political Opposition in Post-democracy: Reflections on the Holloing of Democracy in Greece and Europe, In. Cook et al. The State We’re in: Reflecting in Democracy’s Troubles, Berghann.
[6] Klein, N. (2007). The shock doctrine: The rise of disaster capitalism. Toronto: A.A. Knopf Canada.: https://pernoampariza.files.wordpress.com/2013/12/cf84cebf-ceb4cf8cceb3cebcceb1-cf84cebfcf85-cf83cebfceba-cebdceb1cf8ccebcceb9-cebacebbceaccf8acebd.pdf
[7] Brown, W. (2019). In the Ruins of Neoliberalism: The rise of Antidemocratic Politics in the West. UCI Critical Theory: https://plataformacascais.com/plataformacascais/partilha/livros/ciencias-sociais/100-in-the-ruins-of-neoliberalism-the-rise-of-antidemocratic-politics-in-the-west/file.html
[8] Συλλογικό (2017). Ένας καφές με τον Ζακ Ρανσιέρ κάτω από την Ακρόπολη. Βαβυλωνία.
[9] Mair, P. 2013. Ruling the Void: “Τhe Hollowing of Western Democracy. Verso: London.
[10] Katz, Richard S. and Peter Mair. 1992. Changing models of party organization and party democracy: The emergence of the cartel party. Party Politics 1 (1): 5-28.
[11] https://europa.eu/european-union/topics/environment_el
[12]https://www.kathimerini.gr/1075617/article/epikairothta/kosmos/b-soimple-den-einai-apolyto-oti-ola-ypoxwroyn-mprosta-sthn-an8rwpinh-zwh