Με αφορμή τη διαχείριση της πανδημίας: ερωτήματα & διαπιστώσεις

1

Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη

Στο μικρό και ενδιαφέρον άρθρο «Επιτρέπεται η συζήτηση την ώρα του πολέμου;» διαβάζουμε: «Στις ολιγαρχίες δεν επιτρέπεται. Στις δημοκρατίες, αντιθέτως, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται. Κι αυτό διότι στις ολιγαρχίες ο ρόλος των πολιτών είναι να υπακούν κι όχι να συμμετέχουν. Η δημοκρατία υπερτερεί των ολιγαρχιών διότι έχει αναπτύξει διαδικασίες διαλόγου και πειθούς των πολιτών. […] Ποιοι και πώς αποφασίζουν για το τι θα κάνουμε; Αυτό ήταν είναι και θα είναι πάντα το κεντρικό ερώτημα για κάθε πολιτικό ζήτημα. Τέτοιο είναι και η αντιμετώπιση μιας πανδημίας». 

Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το κάλεσμα, ας βάλουμε σε μια σειρά κάποιες σκέψεις από δημοκρατική και ελευθεριακή σκοπιά.

Διαχείριση επιδημικών εκρήξεων

Τα κρατικά μορφώματα βλέπουμε πως τείνουν να προσεγγίζουν τη διαχείριση κρίσεων με καταστολή, επιτήρηση, έλεγχο, γραφειοκρατία. Φαίνεται πως η απάντηση είναι πάντα η ίδια, όποια κι αν είναι η ερώτηση (φυσικές καταστροφές, κοινωνική αναταραχή, προσφυγικό, και τώρα πανδημίες). Θα μπορούσαμε να πούμε πως ζούμε στον «θαυμαστό κόσμο της γραφειοκρατίας», τα αποτελέσματα της οποίας βλέπουμε με κάθε αφορμή κοινωνικής κρίσης –απανθρωποποίηση, χάριν μιας (επίπλαστης) αίσθησης ασφάλειας. Μα «ένα κράτος, εξ ορισμού, δεν μπορεί να έχει καμία ηθική. Το περισσότερο που μπορεί να έχει ένα κράτος είναι μια αστυνομία», έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ.

Αυτή είναι μια διαπίστωση που θα πρέπει να μας προβληματίζει γιατί αφορά το σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε.

Στην περίπτωση της πανδημίας του κορονοϊού, αντιμετωπίζουμε τη στρατικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, ένα νέο κοινωνικό μοντέλο διαχείρισης των κρίσεων, το οποίο μπορεί, πλέον, να υπολογίζει για πρώτη φορά και στη συγκατάθεση της Δύσης, όπως εξηγεί στο σχετικό του άρθρο του ο Raúl Zibechi.

Συγκεκριμένα, η επ’ αόριστον απομόνωση του πληθυσμού και η απαγόρευση κυκλοφορίας και λειτουργίας ολόκληρων χωρών φαίνεται, ήδη, να προκαλεί ανεξέλεγκτες και πιθανόν μακροχρόνιες επιπτώσεις σε πολλούς τομείς της ζωής μας, στην εργασία μας, στον ψυχισμό μας, ακόμη και στην υγεία μας -ζούμε για πρώτη φορά τον εγκλεισμό εκατομμυρίων υγιών ανθρώπων με αυτόν τον τρόπο.

Πράγματι, ποιος μπορεί να πάρει μια τέτοια ευθύνη; Η παρατεταμένη γενική καραντίνα 1. δεν γνωρίζουμε τι επιπτώσεις θα έχει στη ζωή μας, 2. δημιουργεί τετελεσμένα από τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά στο ενδεχόμενο τα δυτικά κράτη να πάρουν και τις όσες λίγες ελευθερίες μας είχαν απομείνει -από τα εργασιακά δικαιώματα που γίνονται ακόμη πιο επισφαλή ως και το συνταγματικό δικαίωμα του συναθροίζεσθαι- αφού με το σημερινό προηγούμενο θα μπορούν να επαναλαμβάνουν το μοτίβο αυτό σε έκτακτες ανάγκες (ίσως και πιο μικρές;). Στην Κίνα, εξάλλου, πολλά από τα μέτρα παρακολούθησης και ελέγχου ήρθαν για να μείνουν. Είναι απορίας άξιον, λοιπόν, πώς θα ξεφορτωθούμε τα μέτρα που επιβάλλονται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως…

Κατά πόσο, όμως, η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης δικαιολογεί βιοπολιτικούς εντυπωσιασμούς, αδιάκριτα μέτρα και βοηθούν, τουλάχιστον, όλα αυτά στην αντιμετώπιση του κορονοϊού;

Πέρα, από τον γενικό κοινό τόπο της καταστολής αντί της πρόληψης από πλευράς κρατών, βλέπουμε 2 επιμέρους τρόπους αντιμετώπισης της τρέχουσας πανδημίας (με τις αντίστοιχές τους διακυμάνσεις):

1ος τρόπος (Ισλανδία, Σιγκαπούρη, Ν. Κορέα, Ταϊβάν): έγκαιρα και μαζικά τεστ, διάθεσή τους στα φαρμακεία ή σε κινητές μονάδες, πρόσβαση σε αυτά για όλον τον πληθυσμό. Τίθενται σε αυστηρή καραντίνα μόνο όσοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες (άνθρωποι ηλικίας άνω των 65 ετών καθώς και όσοι πάσχουν από σοβαρές ασθένειες), όσοι βγαίνουν θετικοί σε τεστ και είναι φορείς του ιού καθώς και οι επαφές τους. Παράλληλη στήριξη του τομέα υγείας και έκτακτη ανοικοδόμηση υποδομών (επιτήρηση υπάρχει κι εδώ αλλά σαφώς πιο περιορισμένη).

2ος τρόπος (σχεδόν όλη η Ευρώπη με 1η την Ιταλία): γενικευμένη καραντίνα, lockdown για να επιβραδυνθεί η διασπορά του ιού και να μην διαλυθεί απ’ την πίεση το δημόσιο σύστημα υγείας. Μοντέλο διαδοχικών απαγορεύσεων αδιάκριτου εγκλεισμού ολόκληρου του πληθυσμού, περιορισμός των τεστ μόνο σε όσους φέρουν συμπτώματα. Παράλληλα, σε αυτό το μοντέλο η κρατική μηχανή καθιστά εξαρχής τον πληθυσμό κύριο υπεύθυνο για την εξάπλωση ή όχι του κορονοϊού με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης οδεύουν και οι ΗΠΑ, αν και με πιο αργό ρυθμό.

Η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ συνδύασαν και τα 2 παραπάνω μοντέλα (μαζικά τεστ αλλά και γενικευμένη καραντίνα, ασφυκτικός έλεγχος).

Παράλληλα, στη βόρεια Ιταλία τις τελευταίες δύο εβδομάδες, έχει δοκιμαστεί πιλοτικά με ερευνητές του παν/μιου της Πάντοβα και του Ερυθρού Σταυρού, η εξέταση με τεστ όλων των κατοίκων του , μιας μικρής πόλης 3.000 κατοίκων κοντά στη Βενετία. Εξετάστηκαν όλοι, ακόμη και οι ασυμπτωματικοί. Αυτό τους επέτρεψε να βάλουν σε καραντίνα όσους φέραν τον ιό, πριν ακόμη να δώσουν σημάδια της νόσου, και να σταματήσουν την εξάπλωση του κορονοϊού. Έτσι, εξουδετερώσαν τον ιό σε 14 μέρες.

Και ποια τα αποτελέσματα;

Οι χώρες με τον 1ο τρόπο αντιμετώπισης (ασιατικές κυρίως) φαίνεται πως έχουν πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης, ακόμη και εξάλειψης (!), του ιού αφού αναποδογύρισαν, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, κάθε πέτρα μέχρι να βρουν πού βρίσκεται ο ιός. Δεν ακολουθούν τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της Κίνας με τη μαζική απαγόρευση κυκλοφορίας του πληθυσμού και το lockdown, παρότι κι αυτές εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα παρακολούθησης (κυρίως μέσω καμερών και κινητών) ώστε να εντοπίσουν τον ιό. Λέγεται πως στις χώρες της Ασίας βοήθησε και η εμπειρία που είχαν με τον Sars, αλλά είδαμε πως και αυτές ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ τους. Κοινό χαρακτηριστικό τους πάντως, στην εξουδετέρωση του ιού, αποτέλεσαν τα μαζικά τεστ.

Έτσι, πολλές χώρες της Ασίας δεν επέβαλαν απαγόρευση κυκλοφορίας, για να το κάνει εντέλει η Δύση που «διαφημιζόταν» ως τώρα παγκοσμίως για τις περιβόητες ελευθερίες της… Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να ταυτιστούμε ΣΥΝΟΛΙΚΑ με κάποιο άλλο αυταρχικό σύστημα των παραπάνω χωρών, αλλά να δούμε και να μελετήσουμε τον διαφορετικό χειρισμό τους.

Τέλος, οι μόνες χώρες που ως τώρα ξεπέρασαν το αδιέξοδο και περιόρισαν τον ιό φαίνεται πως ανήκουν αποκλειστικά στην 1η κατηγορία ενώ στην 2η κατηγορία δεν υπάρχει κανένα σημάδι και σοβαρή πρόβλεψη μείωσης της εξάπλωσης -απεναντίας, έχουμε τις τραγικές περιπτώσεις της Ιταλίας, Ισπανίας και πλέον των ΗΠΑ με πορεία προς το άγνωστο. Για την κατηγορία, στην οποία ανήκει και η Ελλάδα, λοιπόν, δεν γνωρίζουμε προς στιγμήν ούτε ένα «επιτυχημένο» παράδειγμα. Έτσι, δεν μας είναι ξεκάθαρο το πότε θα αρχίσουν να μειώνονται οι θάνατοι και η εξάπλωση ούτε το στα πόσα κρούσματα θα μπορέσει να αρχίσει να ξεμυτίζει ο κόσμος απ’ το σπίτι του και να αρθούν οι απαγορεύσεις.

Κι αφού κυνηγάμε στα τυφλά τον ιό και περιμένουμε τον… καλοκαιρινό ήλιο να μας σώσει για λίγο, ο ιός αναμένεται να επανέλθει το φθινόπωρο (με 2ο κύμα εγκλεισμού;!) Φαίνεται πως η μοναδική σωτηρία θα είναι η ανακάλυψη φαρμάκων και του εμβολίου, όταν αυτή γίνει, με τραγικές, όμως, ως τότε συνέπειες.

Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας και ο περιορισμός των τεστ όχι μόνο δεν είναι μονόδρομος αλλά δεν αποτελούν, ούτε καν, έναν επιτυχημένο δρόμο για την αντιμετώπιση της πανδημίας!

Και εμείς τι κάνουμε;

Η Ελλάδα, όπως προείπαμε, ακολουθεί το μοντέλο διαχείρισης που ακολουθεί και η Ιταλία από τη μέρα μηδέν. Βρέθηκε απροετοίμαστη, αιφνιδιασμένη και τώρα πανικόβλητη(;) Πάρα τους κρίσιμους μήνες που θεωρητικά «κερδήθηκαν» ως χρόνο αντίδρασης από το ξέσπασμα του ιού στην Κίνα τον Δεκέμβρη, δεν φάνηκε κανενός είδους προετοιμασίας και πρόληψης. Ούτε τεστ έκανε σε όσους εισέρχονταν τη χώρα από άλλες προσβεβλημένες χώρες, ούτε καν δεν σταμάτησε τις πτήσεις εξαρχής, ούτε μάσκες, γάντια, αντισηπτικά προμηθεύτηκε, ούτε ενίσχυσε το σύστημα υγείας, ούτε προβλέπει στοχευμένη προστασία των ευπαθών.

Παρά τις αρχικά αντικρουόμενες εκτιμήσεις, γνωρίζαμε σε γενικές γραμμές ότι ο ιός είναι σχετικά ήπιος και αβλαβής αλλά εύκολα και γοργά μεταδιδόμενος -πράγμα που θα τον καθιστούσε εντέλει σοβαρό γιατί: 1. φτάνει πανεύκολα σε όσους δεν πρέπει να φτάσει (ευπαθείς ομάδες) και γιατί 2. ακόμη κι αν φτάσει στους ευπαθείς, δεν υπάρχει η υποδομή για να νοσηλευτούν και να σωθούν εντέλει ακόμη κι έτσι κάποιοι (βλ. Σιγκαπούρη και Γερμανία όπου λόγω καλύτερων υποδομών παρατηρήθηκε πως σώζεται μεγάλο ποσοστό των ηλικιωμένων. Αντίθετα, στην Ιταλία έχει «φρακάρει το σύστημα», αναγκαστικά «διαλέγουν» ποιον να διασωληνώσουν και ποιον όχι, αυξάνοντας έτσι τρομακτικά τον αριθμό των νεκρών).

Από τον Δεκέμβρη ως και το πρώτο εγχώριο κρούσμα στις 26/02, λοιπόν, δεν έγινε ΤΙΠΟΤΑ. Ίσως η Ελλάδα μαζί με τη Δύση -με το φαντασιακό της αποικιοκρατίας και της ανωτερότητας- να νόμιζε ότι δεν θα συμβεί ποτέ κάτι αντίστοιχο στα καθ’ ημάς; Ίσως να έφταιγαν οι αρχικά καθησυχαστικές εκτιμήσεις του ΠΟΥ (που προωθούσε ο ίδιος ο Τσιόδρας αλλά και αντίστοιχοι επιστήμονες άλλων χωρών); Όλα είναι πιθανά.

Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε την επιστήμη για αποφάσεις διαχείρισης που είναι πολιτικές και που το κοινωνικό σώμα θα έπρεπε να λάβει. Όμως το κοινωνικό σώμα (οι πολίτες) είναι αποκλεισμένο και του απαγορεύεται το ουσιαστικό δικαίωμα λόγου, διαχείρισης, άμεσης απόφασης, όλα. Οπότε ας δούμε, αναγκαστικά, τι κάνει το Κράτος αντ’ αυτού:

Μετακύλιση ευθύνης: από το πάλαι ποτέ «όλοι μαζί τα φάγαμε» ως τη σημερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, η μετακύλιση των ευθυνών του Κράτους έχει καταστήσει εξαρχής εμάς ατομικά, τον πληθυσμό, ως απόλυτο υπεύθυνο για την εξάπλωση του κορονοϊού με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και φαίνεται δυστυχώς να το πετυχαίνει στις συνειδήσεις πολλών.

Από την πλευρά του κράτους, το «μένουμε σπίτι» δεν υπήρξε ποτέ ξέχωρα ως μία κοινωνική παραίνεση -αντιθέτως, έτσι χρησιμοποιήθηκε από κοινωνικές ομάδες και εμάς τους απλούς πολίτες που δεν θέλουμε να εκθέσουμε εν γνώσει μας κάποιον συνάνθρωπό μας σε κίνδυνο. Μάλιστα, φαινόταν πως ο κόσμος ακολουθούσε ούτως ή άλλως αυτή την παραίνεση και πριν την απαγόρευση· δεν φοβόμαστε τον «αυτοπεριορισμό», μία σημαντική έννοια που μάθαμε, όχι από το Κράτος αλλά από τον Κορνήλιο Καστοριάδη και που αποτελεί κλειδί για την κοινωνική και ατομική αυτονομία.

Το κράτος, όμως, τη χρησιμοποίησε ως μία εισαγωγή, ένα ζέσταμα, μια πρόβα τζενεράλε, για τον εξαναγκαστικό εγκλεισμό και την πολύμηνη(;) μαζική καραντίνα που τώρα ακολουθείται.

Η απαγόρευση κυκλοφορίας, εκτός από κατάφωρα αντισυνταγματική, φαντάζει πλέον ένα εκ των υστέρων μέτρο, μια κουβέντα ενός ήδη χαμένου πολέμου. Εξάλλου, όσο σπίτι και να μένουμε, δεν είναι αρκετό γιατί δεν γίνεται να μείνουν σπίτι όλοι ποτέ! Ποιος θα περιθάλψει, ποιος θα τροφοδοτήσει, ποιος θα καθαρίσει; Δεν μπορεί να σταματήσει να λειτουργεί εντελώς μια χώρα.

Παράλληλα, η έλλειψη σοβαρών και στοχευμένων μέτρων οδηγούν και σε άλλα μέτρα «μπαλώματος» και απελπισίας:

Τα όσα μέτρα πάρθηκαν ως τώρα είναι μέρος ενός πακέτου τυφλών απαγορεύσεων. Διαβάζουμε στο σχόλιο του Νίκου Προγούλη: «Αυτό που δεν ακούγεται όσο θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, είναι ο παραλογισμός των μέτρων. Ελάχιστοι δείχνουν να διαφωνούν. Τι νόημα έχει η απαγόρευση κυκλοφορίας τη στιγμή που τα περισσότερα καταστήματα είναι ήδη κλειστά; Τι νόημα έχει η δήλωση μετακίνησης; Τι νόημα έχει το κλείσιμο του Υμηττού, των πάρκων, των λόφων, η απαγόρευση να πάει κανείς στη θάλασσα; Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα προκληθεί επικίνδυνος για την υγεία συνωστισμός σε αυτά τα μέρη; Κι ακόμη τι σημαίνουν οι περιπολίες με ελικόπτερα και drones πάνω από την Αθήνα; Θα ελέγξουν από αέρος τις άδειες μετακίνησης ή θα εντοπίσουν όσους δείχνουν να βαδίζουν άσκοπα

Πράγματι, προχτές είδαμε περήφανο ως και τον δήμαρχο Καλλιθέας να ανακοινώνει ότι ο δήμος ξηλώνει, πλέον, και τα παγκάκια απ’ τους δρόμους! Μέσα στις, ήδη, αστικές ερήμους, τι νόημα έχουν όλα αυτά;

Επίσης, σπασμωδική και επικίνδυνη είναι η κυβερνητική απόφαση που δείχνει την κυβερνητική-κρατική ανικανότητα διαχείρισης του προβλήματος: κλείνουν όλες τις φοιτητικές εστίες ανά την Ελλάδα και οι φοιτητές στην ουσία διατάζονται να πάνε σπίτια τους εν μέσω γενικής απαγόρευσης κυκλοφορίας και έξαρσης του ιού. Πέραν του ότι δεν έχουν όλοι άλλο σπίτι να πάνε, πέραν του ότι πολλοί εργάζονται ή μένουν στις εστίες γι’ άλλους λόγους.

Και συνεχίζει το άρθρο: «Όταν η κρατική εξουσία παίρνει τη μορφή της ιατρικής φροντίδας, τότε όχι μόνο εμφανίζεται συνολικά αιτιολογημένη, αλλά και αποκτά υπερεξουσίες που δύσκολα θα περνούσαν στα χέρια της. Αποκτά έλεγχο στις στοιχειώδεις, σωματικές-οργανικές λειτουργίες των πολιτών και οι δυνατότητες παρακολούθησης, ελέγχου, καταστολής κ.λπ. γίνονται σχεδόν απεριόριστες. Με λίγα λόγια, η πλέον προνομιακή μορφή που μπορεί να πάρει η εξουσία προκειμένου να κάμψει κάθε αντίσταση είναι εκείνη του ιατρού μέσα σε μια κοινωνία που εκλαμβάνεται ως κλινική».

Αν μη τι άλλο, θα φάνταζε πιο λογική μια οικολογική-κοινωνική διαχείριση με:

– την εξαρχής αναβολή-ακύρωση κάποιων καίριων αεροπορικών πτήσεων αντί της πρωτοφανούς καθυστέρησης εβδομάδων στο πάγωμά τους, πράγμα που αποτέλεσε και την αρχική κύρια αιτία εξάπλωσης του ιού. Τόσο πολύ φοβήθηκαν οι άρχοντες μην τα βάλουν με τους ταξιδιώτες ή με το κεφάλαιο και τις εταιρίες; Ή μήπως και οι ίδιοι χρησιμοποιούν καθημερινά τα αεροπλάνα και δεν ήθελαν να τα «στερηθούν», με αποτέλεσμα, βέβαια, να είναι αυτοί ακριβώς που πρώτοι νοσούν -δηλαδή βουλευτές, υπουργοί, μεγαλοεπιχειρηματίες κτλ. Χαρακτηριστικό αυτής της ολιγωρίας είναι ότι μέχρι και τα σχολεία έκλεισαν πρώτα. Να πούμε, εδώ, ένα μεγάλο ΕΥΤΥΧΩΣ που τα αεροπλάνα έφεραν τον ιό και όχι οι βάρκες, γιατί τότε πολύ φοβάμαι για το τι θα γινόταν από την 1η μέρα σε όποιον δύσμοιρο μετανάστη βρισκόταν στα σύνορα ή και αλλού…

– το κλείσιμο των εκκλησιών, όπου ομολογουμένως συνωστίζονται κατά βάση ηλικιωμένοι. Και εδώ υπήρξε ολιγωρία εβδομάδων.

– τη φθηνή, μαζική παραγωγή ή προμήθεια των τεστ ελέγχου του ιού, αντί της τρομακτικής έλλειψης και του περαιτέρω περιορισμού τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εμποδίζονται, εκτός των άλλων, οι μετρήσεις και η μελέτη (εξάπλωσης και θνησιμότητας) του ιού.

– μέτρα περιορισμού αλλά και προστασίας-στήριξης αποκλειστικά για τις ευπαθείς ομάδες, για τους πιο αδύναμους (μετανάστες, φυλακισμένοι) και για αυτούς με ψυχικά νοσήματα.

– άμεση και διά παντός διεύρυνση-στήριξη της δημόσιας υγείας, είτε αυτό σημαίνει προσλήψεις είτε ειδικά κέντρα ελέγχου, νέα μηχανήματα, ιατρικό εξοπλισμό, αναπνευστήρες, ΜΕΘ κτλ. (κάτι που θα βρούμε μπροστά μας και στις ερχόμενες κρίσεις). Οι εγκληματικές περικοπές στη δημόσια υγεία αποτελούν αναμφίβολα ένα ζήτημα που πολλαπλασιάζει τις επιδημίες. Το ξήλωμα και η κατάρρευση της δημόσιας υγείας δεν μπορεί να αναπληρωθεί και να αντικατασταθεί από κανενός είδους ατομική ευθύνη (όπως, κατ’ αναλογίαν, το να μην χρησιμοποιούμε πλαστικά καλαμάκια δεν αναπληρώνει την άμεση ανάγκη για συνολική οικολογική στροφή των κοινωνιών).

Να επενδύουμε, δηλαδή, στην πρόληψη και στην περίθαλψη, όχι στην καταστολή και την περιστολή των δικαιωμάτων. Στην κοινωνική διαχείριση και όχι στη βάρβαρη αγορά -αυτό είναι μια αξία.

Γιατί, όμως, επιμένουμε στην αξία που έχει αντ’ αυτού η μαζική εξέταση με τεστ;

Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κάνει έκκληση και αναφέρει ξεκάθαρα πως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας είναι τα τεστ και ο εντοπισμός των κρουσμάτων. Αλλά ας δώσουμε προσοχή και σε άλλες φωνές:

Ο καθηγητής Ιατρικής, Επιδημιολογίας και Υγείας του Πληθυσμού και Στατιστικής στο Παν/μιο του Stanford,  Γιάννης Ιωαννίδης αναφέρει: «Ενώ βρισκόμαστε μπροστά στην πανδημία του αιώνα, ίσως ταυτόχρονα να αποτελέσει και το φιάσκο του αιώνα. Την ώρα που όλοι ζητούν καλύτερη πληροφόρηση, από εκείνους πoυ χρησιμοποιούν μοντέλα ανάλυσης της επιδημίας μέχρι τις κυβερνήσεις και τον κόσμο που περιορίζεται ή μπαίνει σε καραντίνα, δεν έχουμε αξιόπιστα δεδομένα για το πόσοι άνθρωποι προσβάλλονται από τον κορωνοϊό. Η πληροφόρηση είναι αναγκαία για να καθοδηγήσει τις αποφάσεις και δράσεις μας και για να δούμε τις επιπτώσεις τους. Δρακόντεια μέτρα έχουν επιβληθεί σε πολλές χώρες, τα οποία θα είναι ανεκτά από όλους αν η πανδημία υποχωρήσει, είτε από μόνη της είτε λόγω των μέτρων. Για πόσο καιρό όμως θα πρέπει να ακολουθήσουμε αυτά τα μέτρα, και τι θα γίνει αν η πανδημία συνεχίσει για μεγάλο διάστημα; Πώς θα ξέρουμε αν τα μέτρα είναι στη σωστή κατεύθυνση ή τελικά προκαλούν περισσότερο κακό;»

Ο ιατρός και ερευνητής Κωνσταντίνος Φαρσαλινός συνεχίζει: «Η Ελλάδα δυστυχώς αυτή τη στιγμή κάνει εξαιρετικά επιλεκτική εξέταση για κορωνοϊό, ίσως επιλεκτικότερη ακόμη κι από την Ιταλία. Η πολιτική της Ιταλίας ήταν (ή έγινε σύντομα μετά την έναρξη της επιδημίας) επιλεκτική στην εξέταση ύποπτων κρουσμάτων για κορωνοϊό, σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Νότια Κορέα που έκαναν (και κάνουν) μαζικές συλλογές δειγμάτων και αναλύσεων. […] Για να ελέγξεις μια επιδημία απαιτούνται 2 βασικές προϋποθέσεις: α’) ο εντοπισμός και η ακριβής καταγραφή των κρουσμάτων, β’) η απομόνωση όλων των κρουσμάτων από τους υγιείς. […] Πρέπει να αλλάξουμε τακτική ΤΩΡΑ! Αλλιώς, ας το πάρουμε απόφαση κι ας μας ενημερώσουν επίσημα ότι εφαρμόζουμε τέτοια στρατηγική».

Η λοιμωξιολόγος Όλγα Κοσμοπούλου αναφέρει: «Αν ήθελαν να περιορίσουν την επιδημία θα έβρισκαν τρόπο να κάνουν εκτεταμένους ελέγχους και να υλοποιήσουν όσα ζητάει η ΟΕΝΓΕ [Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας]. Το πρώτο τουλάχιστον, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Έλεος! Ούτως ή άλλως, η τυφλή καραντίνα και η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας δεν είναι επιστημονικά απαραίτητα μέτρα (θα μπορούσε να είναι στοχευμένη καραντίνα είτε για τις ευπαθείς ομάδες είτε για βεβαιωμένες περιπτώσεις μετά από ελέγχους), ειδικά όταν ο πληθυσμός, στη μεγάλη του πλειοψηφία υπακούει ως τώρα στα μέτρα. Είτε η κυβέρνηση το κάνει επειδή βρίσκεται σε πανικό, είτε επειδή με την αφορμή επενδύει στο μέλλον, η απαγόρευση κυκλοφορίας είναι μια πραγματικά επικίνδυνη εξέλιξη. Πόσο μάλλον, όταν πλήθος εργαζομένων δεν έχει σταματήσει να εργάζεται».

Ο Πρόεδρος των εργαζομένων του νοσοκομείου Αγίου Σάββα μίλησε ξεκάθαρα τις προάλλες στα μίντια: «Κάνουμε δραματική έκκληση για άμεση χρηματοδότηση, προσλήψεις, τεστ, μάσκες!!» Η απάντηση του δημοσιογράφου ήταν: «Να μείνουμε σπίτι, το μήνυμα των εργαζομένων στα νοσοκομεία!»

Αυτό το τελευταίο παράδειγμα, έχει να κάνει και με τον ρόλο των μίντια που είναι δομημένα ώστε να δραματοποιούν, να παραποιούν καταστάσεις και μας έχουν, κυριολεκτικά, τρελάνει τις τελευταίες εβδομάδες. Αλήθεια, αν δεν μιλήσουμε ούτε τώρα, σε μια κρίσιμη στιγμή, για το ποιος ελέγχει τα μίντια, αν δεν απαιτήσουμε τώρα δημοκρατικά μέσα ενημέρωσης με διαχείριση και εύκολη πρόσβαση των πολιτών σε αυτά, πότε θα το κάνουμε; Ούτε σε αυτόν τον αγώνα θα μπορούμε να ελπίζουμε στην Αριστερά που ενδιαφέρεται για κρατικά ελεγχόμενη ενημέρωση…

Η οικολογική πλευρά

Τα προβλήματα έχουν πάντα κοινωνικο-πολιτικές ρίζες.

Ο πλανήτης, όπως τον γνωρίζαμε, γίνεται όλο και πιο αφιλόξενος για το ανθρώπινο είδος ως συνέπεια της σχέσης κυριαρχίας που έχει ο άνθρωπος με τη φύση και τα μη ανθρώπινα όντα. Η πανδημία του κορονοϊού έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά παγκόσμιων καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα τα τελευταία χρόνια (Αμαζόνιος, πυρκαγιές στην Αυστραλία). «Από εδώ και εμπρός θα έχουμε συνέχεια τέτοια…», πόσες και πόσοι δεν το μονολογούσαμε αυτό έπειτα από την πλημμύρα στη Μάνδρα και τους φονικούς ανέμους και φωτιές στο Μάτι; Οι παγκόσμιες φυσικές καταστροφές θα συνεχίσουν τα επόμενα χρόνια να βασανίζουν το ανθρώπινο είδος (μέχρι εξαφανίσεώς του;) αν δεν αλλάξουμε ριζικά πορεία. Το ίδιο και οι επιδημιολογικές επιπτώσεις και οι ιοί, όπως ο σημερινός, που φαίνεται να προέρχεται από τα άγρια ζώα ως αποτέλεσμα του παγκόσμια επιταχυνόμενου ρυθμού απώλειας των οικοτόπων.

Σε άλλο σχετικό άρθρο με τίτλο «Τα μικρόβια, τα ζώα κι εμείς» διαβάζουμε: «Η καταστροφή των οικοτόπων απειλεί μεγάλο αριθμό άγριων ειδών με εξαφάνιση. Ανάμεσα σε αυτά φυτά και ζώα από τα οποία εξαρτάται ιστορικά η φαρμακοποιία μας. Αναγκάζει, επίσης, τα άγρια είδη προκειμένου να επιβιώσουν να μετακινηθούν σε μικρότερα κομμάτια του φυσικού ενδιαιτήματος. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα να έρθουν σε επαναλαμβανόμενη στενή επαφή με τους ανθρώπινους πληθυσμούς που έχουν επεκταθεί στο δικό τους φυσικό περιβάλλον. Είναι αυτό το είδος της επαναλαμβανόμενης και στενής επαφής που επιτρέπει στα μικρόβια να περάσουν στον άνθρωπο και τα μετατρέπει από καλοήθη ζωικά μικρόβια σε θανατηφόρα παθογόνα για τον άνθρωπο». 

Έτσι, μία πανδημία, παρότι φυσικό φαινόμενο, είναι αντανάκλαση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης (όπως και οι λεγόμενες “wildfires” πυρκαγιές σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, οι πλημμύρες με την πολιτική μπαζώματος των ρεμάτων, ακόμη και σεισμοί που γνωρίζουμε ότι προκαλούνται από τις εξορύξεις). Με δυο λόγια, οι επιδημικές εκρήξεις δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συνέβαιναν per se με τέτοια ένταση και συχνότητα που θα συμβαίνουν πια…

Τώρα είναι η στιγμή να καταδικάσουμε άνευ όρων την κυριαρχία μας πάνω στη φύση και την ατέρμονη ανάπτυξη, να επενδύσουμε στην Κοινωνική Οικολογία και στην αλληλεγγύη αντί στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι συνέπειες των αποφάσεων πάνω σε οικολογικά ζητήματα υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα -άρα, οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να παίρνονται σε συνεννόηση και με συναίνεση μεγαλύτερων κομματιών της ανθρωπότητας και όχι απλά παρέα με τον κάθε λομπίστα.

Να το δούμε και συστημικά;

«Η μετάλλαξη των ιών βρισκόταν πάντα δίπλα μας, ένα ορθολογικό σύστημα θα έπρεπε να έχει σχεδιάσει και να μπορεί να διαχειριστεί παρόμοιες καταστάσεις», αναφέρει ο Αμερικάνος Richald Wolff. Ο καπιταλισμός, όμως, αδυνατεί δομικά να μάθει από τα λάθη γιατί βάζει το οικονομικό κέρδος 1η προτεραιότητα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την αυτοκαταστροφή του (κλείσιμο αγορών, οικονομικό κραχ).

Ακόμη και τώρα πιστεύω πως δεν υπάρχει κανενός είδους ενιαίο πλάνο, κρυφό σχέδιο ή συνωμοσία (ας έχουμε κατά νου ένα παλαιότερο σχετικό κείμενο στο eagainst που πολύ σωστά καταδεικνύει τη βαθιά και συντηρητική φύση των θεωριών συνωμοσίας).

Ο καπιταλισμός ως σύστημα φαίνεται πως αυτοκαταστρέφεται από τα επιμέρους αντικρουόμενα συμφέροντα των πλούσιων ελίτ, από την ανικανότητά του να συνεννοηθεί, να κάνει ένα βήμα πίσω, να οργανώσει και να δράσει συλλογικά. Είναι ο ίδιος μια καταστροφή, με τα λόγια της Ναόμι Κλάιν. Η λεγόμενη αυτορρύθμιση και το καπιταλιστικό wild west -ο καθένας μόνος του με το τουφέκι του- δεν έχει πιθανότητες να επιβιώσει σε τέτοιες καταστάσεις. Τα χρόνια, συνεχή και αντικρουόμενα καπιταλιστικά συμφέροντα δεν καταφέρνουν να δώσουν ένα συνεκτικό πλάνο και αποτελέσματα στα κράτη της Δύσης.

Στη σημερινή συνθήκη, η αυτοκαταστροφική τάση του καπιταλισμού-νεοφιλελευθερισμού έγκειται στο ότι προτιμά να ξοδέψει τώρα δισεκατομμύρια σε καταστολή, «επιδόματα» κτλ., δημιουργώντας εκ νέου μια παγκόσμια κρίση(!) παρά να επένδυε στην πρόληψη, στην περίθαλψη, στην έρευνα, σε περιβαλλοντικές πολιτικές. Πράγμα που δείχνει καταφανώς την ανημποριά του. Αυτό αποδεκνύει πως δεν υπάρχει ένα ενιαίο-συγκεκριμένο πλάνο ακριβώς, οργανωμένοι ιλλουμινάτι ή κάτι τέτοιο.

Ας δούμε, τι γραφόταν πέρυσι τέτοια εποχή για την αξία της πρόληψης ακόμη και από μία καθαρά οικονομίστικη πλευρά: «Έχουν περάσει μόλις 10 χρόνια από την τελευταία πανδημία γρίπης. Η τελευταία πανδημία ξέσπασε το 2009, όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκε το μεταλλαγμένο στέλεχος A (H1N1) […] το οποίο εξαπλώθηκε ραγδαία σε τουλάχιστον 74 χώρες του κόσμου, προκαλώντας κρούσματα ακόμη και το καλοκαίρι! Η πανδημία αυτή είχε χαρακτηριστεί μέτριας σοβαρότητας […] έπληττε περισσότερο τις νέες ηλικίες, σε αντίθεση με την εποχική γρίπη η οποία κατά κανόνα επηρεάζει κυρίως τους ηλικιωμένους. […] ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπενθυμίζει: Η προετοιμασία κοστίζει λιγότερο από την αντιμετώπιση. Μια σοβαρή πανδημία προκαλεί εκατομμύρια θύματα και κοστίζει πολλά. Έχει υπολογιστεί ότι η προετοιμασία κοστίζει λιγότερο από ένα δολάριο για κάθε άτομο αυτού του πλανήτη, ποσό που αντιστοιχεί σε μόλις 1% του κόστους αντιμετώπισης της πανδημίας. Η προετοιμασία έχει κι άλλα οφέλη. Η προετοιμασία για την πανδημία μπορεί να αποτελέσει ‘πρότυπο’ για τη διαχείριση και άλλων υγειονομικών απειλών».

Ακόμη και ο ίδιος ο Bill Gates προειδοποιούσε το 2014, έπειτα από το ξέσπασμα του έμπολα, ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για μια πανδημία.

Η διαχείριση κρίσεων, όπως μία επιδημία, λοιπόν, φαίνεται πως απαιτεί σχεδιασμό -αλλά ποιος θα τον κάνει; Ή θα έρχεται από το κράτος, με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά και συνέπειες, ή από τους πολίτες αμεσοδημοκρατικά και αυτόνομα. Όσοι-ες παλεύουμε εδώ και χρόνια για το δεύτερο, χρειάζεται και πάλι να αναστοχαστούμε στο πώς μπορεί αυτό να γίνει πράξη πριν να ξαναείναι αργά…

Σίγουρα κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί και να υποσχεθεί θαύματα και έλευση σωτήρων αλλά, πραγματικά αναρωτιόμαστε, αν υπήρχε άμεση διαβούλευση των πολιτών αντί για τυφλή ανάθεση, πόσο λιγότερο προετοιμασμένοι μπορεί να ήμασταν; Πόσο πιο στραβά θα μπορούσαν να πηγαίνουν τα πράγματα;

Ας στρέψουμε το βλέμμα σε ένα θετικό παράδειγμα μιας α-κρατικής κοινωνίας, αυτή των Ζαπατίστας, και τα πραγματικά αξιοζήλευτα αντανακλαστικά τους. Οι Ζαπατίστας που είχαν το ΔΙΚΑΙΩΜΑ ελιγμού και ανεξάρτητης απόφασης αυτοπροστατεύτηκαν: η ίδια η αμεσοδημοκρατική τους πολιτεία, συλλογικά, χωρίς αγκυλώσεις και γνωρίζοντας τις μικρές δυνατότητες του συστήματος υγείας, έκλεισε προληπτικά τις κοινότητές τους. Δεν έχουν κρούσμα! Και, ναι, παρ’ όλα αυτά έχουν κλείσει τα καρακόλ και τις κοινότητες για τους επισκέπτες. Είναι καλά και βρίσκονται σε μια διαδικασία «συλλογικής φροντίδας» για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Γιατί ελευθερία δεν είναι το να έχεις διάφορα αντικρουόμενα επιχειρηματικά συμφέροντα (η λεγόμενη ελεύθερη αγορά) και να μένεις εντέλει αδρανής και ανήμπορος σε μια συλλογική διαχείριση κρίσης. Ούτε το να στήσεις ένα αυταρχικό κράτος-πατερούλη που θα σου επιβάλει τάξη, ασφάλεια, υγεία και οικοφασισμό αλλά η ελευθερία του να οργανώνει η κοινωνία ένα σχέδιο-πλάνο. Αυτό είναι δημοκρατία· η δυνατότητα του δήμου να διαβουλεύεται, να αποφασίζει, να θεσμίζει.

Κλείνοντας 

Στη σημερινή, πλέον, νέα κρίση ας ξεκινήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας να βρούμε τους τρόπους και τις πράξεις αλληλεγγύης που μπορούμε να κάνουμε προς βοήθεια όποιου-ας το έχει ανάγκη. Παρότι κι εμείς οι ίδιοι-ες παραμένουμε ακόμη μουδιασμένοι-ες από την ταχύτητα των εξελίξεων, ας πούμε ένα μεγάλο ΟΧΙ στον φόβο και την απελπισία και ΝΑΙ στη συλλογική διάνοια, υπευθυνότητα και οργάνωση. Όπως έγραψε κάποιος: «Η δουλειά ξεκινά από τώρα: διάβασμα, κουβέντα, φύτεμα στα μπαλκόνια, καλύτερη διατροφή και συνειδητοποίηση του πόσο σημαντικές είναι οι σχέσεις στη ζωή μας: οι σχέσεις με τους άλλους και το περιβάλλον που τώρα αναγκαζόμαστε να στερηθούμε».

Είναι, παράλληλα, χρέος, θα έλεγα, των πολιτικών συνομαδώσεων να μιλήσουν τώρα, και όχι μετά, για όλα αυτά που συμβαίνουν, όπως έκανε με την εύστοχη ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου – Ψηφιακών Μέσων Αττικής.

Κάνοντας πολύ σωστά τις κινήσεις αλληλεγγύης μας, όπου και όσο μπορούμε, ας αναλάβουμε και την ευθύνη του να αντικρίσουμε αυτό που ζούμε -και να το ΞΕΣΤΟΜΙΣΟΥΜΕ.

Συζήτηση1 Σχόλιο

  1. Αρκετά εύστοχο κείμενο.

    Δυστυχώς το ανθρώπινο είδος έχει αποτύχει να συν-υπάρξει μεταξύ του καθώς και με τον πλανήτη Γη, και συνεχίζει να αποτυγχάνει ακάθεκτο.

    Φυσικά, ένα χρόνο αργότερα, το διαχρονικό ερώτημα «Τι να κάνουμε;» παραμένει επίκαιρο και η απάντηση είναι αυτή που πάντα ήταν, διότι διαφορετικά απλώς συνεχίζουμε στη δυστοπία.

    Ενδιαφέρον έχει όμως, κατά τη γνώμη μου, γιατί κείμενα σαν αυτό δεν γίνονται ευρέως γνωστά και δεν αναδημοσιεύονται αρκετά. Η γνώμη μου είναι διότι στον αμύητο και τεμπέλη αναγνώστη (που δικαιολογημένα είναι τέτοιος αναγνώστης δεδομένου του κόσμου που ζούμε και τις συνθήκες εργασίας που υπάρχουν (πού χρόνος για μελέτη και πληροφόρηση!), ένα τέτοιο κείμενο φαντάζει απλώς μια αφήγηση, και όχι κάτι που ισχύει. Αποτελεί δηλαδή άλλη μια αφήγηση όπως θα μπορούσε να αποτελεί οτιδήποτε άλλο που δεν ισχύει, αρκεί να παρουσιάζοταν με παρόμοιο τρόπο.

    Τα πράγματα είναι δύσκολα και το μέλλον δυσοίωνο. Πάντα υπάρχει ελπίδα όμως.

Αφήστε ένα σχόλιο

ten − six =