Η ιογενής ακροδεξιά

0

Του Αλέξανδρου Σχισμένου

«Εάν δεν έχετε παρά έναν μόνο ηγέτη, βρίσκεστε στη διακριτική ευχέρεια ενός κυρίου που δεν έχει κανένα λόγο να σας αγαπά. Εάν έχετε περισσότερους, πρέπει να υπομένετε ταυτόχρονα την τυραννία τους και τις διαμάχες τους. Με δυο λόγια, οι καταχρήσεις είναι αναπόφευκτες και οι συνέπειές τους φριχτές για ολόκληρη την κοινωνία, όπου το δημόσιο συμφέρον και οι νόμοι δεν έχουν καμία φυσική ισχύ και προσβάλλονται ακατάπαυστα από το ατομικό συμφέρον και τα πάθη του ηγέτη […]»
-Ζαν Ζακ Ρουσσώ. (Χειρόγραφο της Γενεύης, Εκδόσεις Έρμα, σ. 41)

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ορκίστηκε το καλοκαίρι του 2019 μετά από μια εκλογική μάχη επαναπατρισμού του ακροδεξιού ακροατηρίου στη «μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη». Μία από τις παράπλευρες συνέπειες αυτής της νίκης ήταν η έξοδος των ναζί από το κοινοβούλιο, ενώ, από την άλλη, μία βασική συνέπεια ήταν η αναβάθμιση των ακροδεξιών θέσεων σε κυβερνητική πολιτική. Είναι μια πολιτική που βασίζεται στο δόγμα της επιβολής της κυριαρχίας μέσω της κρατικής βίας σε τρία πεδία:

  • στο επιχειρησιακό, με την αθρόα ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων και την καθιέρωση της εισβολής των ΜΑΤ σε καταλήψεις στέγης, πανεπιστημιακές σχολές και τοπικές κοινωνίες,
  • στο νομικό, με την αυστηροποίηση των ποινών ενάντια στον πολιτικό ακτιβισμό[1] και την προσπάθεια χειραγώγησης του, ιστορικά χειραγωγίσιμου, δικαστικού κλάδου, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις διαφθοράς όπως η NOVARTIS,
  • στο ρητορικό, με τον έλεγχο των ειδήσεων μέσα από τα κατεστημένα έντυπα και ψηφιακά ΜΜΕ, ιδιωτικά/εφοπλιστικά και δημόσια/κρατικά, που έφτασε έως και τη ρητή επιβολή λογοκρισίας στην ΕΡΤ στις 25/2/2020.

Η μάχη δόθηκε στο ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της μετατόπισης της κοινής γνώμης προς τα (ακρο)δεξιά που συνίσταται στην αμφισβήτηση των κεκτημένων ισονομιών μέσω της επίκλησης των καθεστωτικών ανισοτήτων ως ‘παραδοσιακών αξιών’. Είναι μια στρατηγική που πατά στο φιλοσοφικό έδαφος της χρήσης της κριτικής της νεωτερικότητας ως εργαλείο πλήρους άρνησης των δημοκρατικών όψεων της νεωτερικότητας. Στο επικοινωνιακό πεδίο, η στρατηγική ονομάζεται μετακίνηση του ‘παραθύρου του Overton’. Το “Παράθυρο του Overton” (Overton window) περιγράφει το εύρος των απόψεων που γίνονται δεκτές στο δημόσιο λόγο. Ο Joseph P. Overton, Αμερικανός δημοσιογράφος, επινόησε τον όρο για να δείξει πώς, ανάλογα με το πού μετακινείται το εκάστοτε ιδεολογικό κέντρο της κοινής γνώμης, ιδέες και απόψεις προηγουμένως περιθωριακές μπορούν να γίνουν ανεκτές, δημοφιλείς, κεντρικές, να υπαγορεύσουν πολιτική, να γίνουν ο νόμιμος λόγος. Όταν μια περιθωριακή άποψη εισέρχεται στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου, στην πραγματικότητα αλλάζει το πλαίσιο του διαλόγου προς όφελός της.

Οι ακροδεξιές περιθωριακές απόψεις που ήρθαν στο πολιτικό επίκεντρο με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και στο κυβερνητικό επίκεντρο μετά την έξοδό της περιστρέφονται γύρω από δύο μεγάλους άξονες: την κρατική τάξη, δηλαδή την κατασταλτική συμμόρφωση, και την εθνικιστική προβολή, δηλαδή τη δαιμονοποίηση των εξωτερικών “ξένων” και των εσωτερικών “εχθρών”.

Αυτή η Σμιτιανή αντίληψη του πολιτικού χώρου ως αποκλειστικού χώρου διαμάχης μεταξύ φίλων και εχθρών, όπου ως κυρίαρχος αναδεικνύεται εκείνος που καθορίζει ποιος είναι φίλος και ποιος είναι εχθρός[2], διατυπώθηκε ρητά διά στόματος Βορίδη όταν δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή για τους διορισμούς των «ημετέρων»: «Και ποιους να βάλουμε; Τους ξένους;»[3] Είναι μια αντίληψη που δεν αναγνωρίζει πως ο πολιτικός χώρος είναι επίσης χώρος της ελεύθερης συνύπαρξης και της αλληλεγγύης, διότι δεν αναγνωρίζει καταρχήν την ελευθερία και την αλληλεγγύη.

Ως πεδίο άμεσης εφαρμογής αυτής της βίαιης προς την κοινωνία αντίληψης επιλέχθηκαν τα Εξάρχεια, ο συμβολικός μητροπολιτικός τόπος αναπαράστασης της βίας, αλλά κυρίως, το προσφυγικό/μεταναστευτικό, το πεδίο των απογυμνωμένων από δικαιώματα ανθρώπων.

Στα Εξάρχεια επιχειρήθηκε, μέσω της καταστολής, ο έλεγχος του αστικού δημόσιου χώρου και της συλλογικής δημόσιας μνήμης. Το φθινόπωρο του 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε μια μάχη διεκδίκησης της μνήμης των εξεγέρσεων του Νοέμβρη του 1973 και του Δεκέμβρη του 2008, την οποία συνέδραμε με βίαιες αστυνομικές επιχειρήσεις σε Εξάρχεια αλλά και Κουκάκι, που θύμισαν τις αντίστοιχες παρελθοντικές αντιδράσεις της εξουσίας που προκάλεσαν καταρχάς τις εν λόγω εξεγέρσεις.

Στο προσφυγικό επιχειρήθηκε ο έλεγχος των συνόρων, του υπαίθριου δημόσιου χώρου και της συλλογικής συνύπαρξης και ταυτότητας. Και όμως, εκεί όπου το κράτος ζητεί να ενοποιήσει κομμάτι του πληθυσμού πίσω από την εθνική φενάκη, εκεί δείχνει συνάμα τη βιαιότητά του προσπαθώντας καταρχάς να διαχωρίσει τον πληθυσμό. Όμως το έθνος-κράτος δεν κατέχει πραγματικά την εξουσία που διαχειρίζεται ονομαστικά. Η νομιμοποίησή του, βασισμένη σε μια πλαστή ιστορική αφήγηση και τη δημιουργία μιας επίπλαστης φαντασιακής κοινότητας, είναι εξ ορισμού εύθραυστη. Στην Ελλάδα η αδυναμία του κράτους φανερώνεται στον αυταρχισμό του, τη στιγμή που διαρρηγνύεται ο πλαστός δεσμός τοπικού και εθνικού.

Η τοπικότητα είναι ένα βίωμα συστατικό της εμπειρίας, όπου στηρίζεται η προσωπική ταυτότητα· η ανθρωπότητα, επίσης, είναι ένας υπερβατολογικός ορίζοντας της εμπειρίας, όπου στηρίζεται η αμοιβαία αναγνώριση που προϋποθέτει κάθε μορφή κοινωνικοποίησης. Η εθνικότητα, από την άλλη, είναι ένας επίπλαστος, αφηρημένος δεσμός που υπάγει την κοινωνία υπό τη δικαιοδοσία μιας κρατικής εξουσίας. Είναι μια εύθραυστη λύση στο πρόβλημα της νομιμοποίησης της εξουσίας που, αντί να το επιλύει, το εμβαθύνει.

Η μάχη της Δεξιάς δόθηκε, φαίνεται να κερδήθηκε εκλογικά, μα χάθηκε κυβερνητικά. Η τελευταία βδομάδα του Φεβρουαρίου ήταν ενδεικτική του γεγονότος πως η εθνικιστική ρητορική και τα βίαια μέσα που εξαπέλυσε η κυβέρνηση επί μήνες οδηγούνται εγγενώς σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, καθώς έρχεται σε πολυμέτωπη σύγκρουση με την κοινωνική πραγματικότητα. Στο επιχειρησιακό πεδίο, η ασυλία της κρατικής βίας κλιμακώθηκε, μέσω της δημόσιας υποστήριξης των πιο βίαιων κατασταλτικών πρακτικών από τον αρμόδιο υπουργό Χρυσοχοϊδη, ως την οριακή αυτονόμηση των κατασταλτικών δυνάμεων πέραν κάθε πρόφασης πειθαρχίας. Ο ένοπλος αστυνομικός της ΔΙΑΣ στην ΑΣΟΕΕ τη Δευτέρα 25/2, η απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ στην φοιτητική πορεία που ακολούθησε, ο αστυνομικός που πυροβόλησε εκτός υπηρεσίας το πορτ-μπαγκάζ ιδιωτικού αυτοκινήτου, ο εγκλωβισμός φοιτητών στην ΑΣΟΕΕ από τα ΜΑΤ το βράδυ της Παρασκευής 28/2, όλα είναι δείγματα μιας εκδικητικής νοοτροπίας κατοχικών δυνάμεων απέναντι στην κοινωνία.

Στα νησιά, το σχέδιο δημιουργίας κλειστών δομών/φυλακών για να κλειδωθούν οι πρόσφυγες στην ανυπαρξία, με απευθείας ανάθεση στους εργολάβους (ΑΚΤΩΡ, ΤΕΡΝΑ, ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟ) ηττήθηκε.  Η λυσσασμένη βία των ΜΑΤ στη Λέσβο και τη Χίο είναι ενδείξεις πανικού και ουσιαστικής απείθειας στην τυπική ιεραρχία του κράτους από τα ίδια τα όργανά του. Ένας ιεραρχικός και μονολιθικός οργανισμός όπως το έθνος-κράτος ωστόσο, διαλύεται μετά από ένα όριο απείθειας.

Υπάρχει όμως πραγματικά απείθεια; Ή μήπως είναι απλώς υπερβάλλων ζήλος; Η βιασύνη της πολιτικής εξουσίας να δώσει συγχαρητήρια στις δυνάμεις καταστολής για το σαδιστικό όργιο βίας ακόμη και μετά την εκ μέρους τους κατάχρηση εξουσίας δείχνει προς το δεύτερο. Η εικόνα των ανδρών των ΜΑΤ να ξεπετιούνται από τα λεωφορεία, σαν χούλιγκαν, δίχως στολές, μόνο με κράνη, δακρυγόνα και κλομπ, να σπάζουν αυτοκίνητα και να κυνηγούν πεζούς στο λιμάνι της Χίου, κανονικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ανταρσία, απείθεια και εγκατάλειψη θέσεως. Μα η ηγεσία της ΕΛΑΣ, όπως και αυτή της χώρας, δια στόματος πρωθυπουργού, συνεχάρη τους (μη) ένστολους τραμπούκους, προφανώς επειδή μοιράζεται το μένος τους απέναντι στην κοινωνία και αναγνωρίζει ότι, ως  σύμπλεγμα εξουσίας, οι πολιτικοί των ελίτ και οι «κρατικοί λειτουργοί» τους αποτελούν σώμα ανεξάρτητο και εχθρικό προς αυτή.

Η αντίδραση των κατοίκων στα νησιά ήταν άμεση και πολυμέτωπη. Οι συγκεντρώσεις είχαν ευρύτατο κοινωνικό χαρακτήρα και οι διαρκείς συγκρούσεις στα διάφορα μέτωπα οδήγησαν την κυβέρνηση σε στρατηγική ήττα. Ποιοι καρπώνονται αυτή την αντιπαράθεση με το κράτος; Οι ακροδεξιοί κρατιστές ή οι αντιφασίστες αντικρατιστές; Η δράση ακροδεξιών ομάδων στα νησιά είναι αναμφισβήτητη, όπως είναι αναμφισβήτητη και η δράση αντιφασιστικών συλλογικοτήτων. Το κράτος, είτε υπό ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είτε, ακόμη πιο έντονα, υπό ΝΔ, έχει ως τώρα ευνοήσει και επενδύσει στις πρώτες, επιτιθέμενο συστηματικά σε κάθε δομή αλληλεγγύης που εμφανίστηκε από το 2015, ενώ υιοθετεί τη ρητορική των ακροδεξιών. Οπότε, ποιοι ήταν αυτοί που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις;

Σύμφωνα με μαρτυρίες, συμμετείχε όλη η κοινωνία. Υπήρχαν ακροδεξιές ομάδες, αλλά το πλήθος περιελάμβανε και ακροαριστερούς και αναρχικούς και εκπροσώπους της τοπικής εξουσίας και της Εκκλησίας και ΜΚΟ και πρόσφυγες, απέναντι στους οποίους πήγαν να επιτεθούν ακροδεξιοί αλλά εμποδίστηκαν. Το σύνθημα που κυριάρχησε ήταν εκείνο της σχολικής κατάληψης του Μανταμάδου: «Κανένας ελεύθερος άνθρωπος στη Φυλακή – όχι στις κλειστές δομές».

Όλη η κοινωνία, σημαίνει ότι όποιος δεν συμμετείχε στις διαδηλώσεις και δεν αντιτάχθηκε στην αστυνομική βία, έχασε την κοινωνική του νομιμοποίηση. Ήδη η ακροδεξιά προσπαθεί να καρπωθεί εκ των υστέρων τις αντιδράσεις και να ριζώσει στην περιοχή. Το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση απέναντι στον ρατσισμό, αυτό είναι αυτονόητο. Το ζήτημα είναι να εμπλακεί πιο βαθιά με την τοπική κοινωνία, ώστε το βίωμα της κρατικής καταστολής να γίνει συνειδητοποίηση της αποστολής του κράτους και άρνηση της εθνικιστικής ρητορικής.

Η μεμψιμοιρία κάποιων, που βιάστηκαν να πάρουν αποστάσεις από τις διαδηλώσεις θυμίζοντας την προηγούμενη ακροδεξιά παρουσία στην περιοχή είναι μυωπική και, ως ένα βαθμό, συντηρητική. Αφενός σημαίνει μια τυφλότητα απέναντι στην πραγματική πολυπλοκότητα της κοινωνίας, παράδοξη για ανθρώπους που γνωρίζουν ότι το πολιτικό, όπως είναι πεδίο αλληλεγγύης και κοινωνικότητας, είναι επίσης πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων και εξουσιών. Αφετέρου, σημαίνει την πραγματική εγκατάλειψη του κοινωνικού πεδίου στην ακροδεξιά ρητορική, απλώς και μόνο επειδή αυτή υπάρχει, ενδυναμώνοντας ακουσίως τις δυνατότητες ύπαρξής της. Κι όμως, οι κάτοικοι που έφαγαν τα δακρυγόνα και ένιωσαν την αστυνομική βαρβαρότητα βρέθηκαν για μια στιγμή και οι ίδιοι στη θέση των προσφύγων, ως άνθρωποι δίχως δικαιώματα και δίχως φωνή. Θα σημάνει αυτό και κάποια αλλαγή στάσης απέναντι στους πρόσφυγες; Μα δεν υπάρχει ενιαία στάση απέναντι στους πρόσφυγες. Υπάρχει ενιαία στάση απέναντι σε συγκεκριμένους σχεδιασμούς της εξουσίας. Η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του κράτους έχει βαθιές ιστορικές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Το βαθύτερο ζήτημα, της ανθρώπινης χειραφέτησης και αυτονομίας, το ζήτημα των θεμελιωδών αξιών που συνέχουν μια κοινωνία είναι το επίδικο της κοινωνικής παρέμβασης και της πολιτικής πράξης.

Υπάρχει μια σαφής διαφορά ανάμεσα στις συντηρητικές, κλειστές, οπισθοδρομικές και στις χειραφετητικές, ανοιχτές, απελευθερωτικές ιδέες. Οι πρώτες στηρίζονται στην κατεστημένη πραγματικότητα και θωρακίζουν τους κατεστημένους θεσμούς ετερονομίας και τις παραδοσιακές δομές αναπαραγωγής του συστήματος. Επιβεβαιώνουν τα φαντασιακά θεμέλια της διαχωρισμένης εξουσίας που παράγουν την αποξένωση και την κοινωνική ανισότητα πλειοδοτώντας.

Οι δεύτερες στρέφονται ενάντια στην κοινωνική ανισότητα καθ’ εαυτήν, απειλώντας τον ίδιο τον φαντασιακό πυρήνα του συστήματος. Εμπερικλείουν έναν διαφορετικό μελλοντικό ορίζοντα προσδοκιών που προϋποθέτει την υπέρβαση ή καταστροφή του κράτους και του καπιταλισμού ως κυρίαρχα παραδείγματα του κοινωνικού φαντασιακού, προϋποθέτει δηλαδή τον μετασχηματισμό του ίδιου του κοινωνικού φαντασιακού.

Μπορούμε να περιμένουμε πως το πολιτικό κατεστημένο θα παραμείνει πιο γόνιμο για τις ακροδεξιές ιδέες, αφού επιβεβαιώνουν ουσιαστικά τους όρους της δυνατότητάς του. Αντιθέτως, οι απελευθερωτικές ιδέες βρίσκουν διαρκώς απέναντί τους τον κρατικό μηχανισμό. Επιπλέον βρίσκουν ως εμπόδιο τον παραδεδομένο συντηρητισμό της κοινωνίας και τις παραδοσιακές νοοτροπίες της πατριαρχίας, του τοπικισμού και της καχυποψίας τις οποίες εξίσου αντιμάχονται.

Εδώ τίθεται και το ζήτημα της κοινότητας, ως ανοιχτής ή κλειστής. Οι κλειστές παραδοσιακές κοινότητες εμπεριέχουν δομές ανισότητας και αποκλεισμού που συχνά συνθλίβουν την ατομικότητα. Οι ανοιχτές κοινότητες βρίσκονται υπό το διαρκή κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η κατεστημένη εξουσία.

Η τελευταία φαίνεται πως, με οδηγό την κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα οδηγήσει το προσφυγικό ζήτημα σε ακραίες πολιτικές λύσεις. Στο ανώτερο επίπεδο της διεθνούς διπλωματίας η Τουρκία, που έχει εμπλακεί βαθιά στον πόλεμο της Συρίας, ήδη σπρώχνει τους πρόσφυγες στα σύνορα  ως μέσο πίεσης. Το ελληνικό κράτος απαντά κλείνοντας τα σύνορα. Οι πρόσφυγες γίνονται, ερήμην, “όπλο” διπλωματικών ανταγωνισμών, πράγμα που σημαίνει ότι απέναντί τους βρίσκουν τα όπλα των κρατικών δυνάμεων.

Η ελληνική κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι του Ερντογάν με τη ζωή των προσφύγων, το παιχνίδι του καλού μπάτσου – κακού μπάτσου. Πρώτη φορά στην Ιστορία κράτος απειλεί την Ευρώπη όχι με εισβολή, αλλά με το άνοιγμα των συνόρων του. Η φοβική και αυταρχική αντίδρασή της Ελλάδας, να κλείσει τα δικά της σύνορα, δίνει υπόσταση στις κούφιες απειλές της Τουρκίας. Μα γιατί παίζει η Αθήνα το παιχνίδι της Άγκυρας; Γιατί και οι δύο κυβερνήσεις, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, επωφελούνται από την κατάσταση για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Κατά πρώτον στους εγχώριους πληθυσμούς και κατά δεύτερον στα διπλωματικά όργανα απευθύνεται το παιχνίδι του καλού μπάτσου – κακού μπάτσου. Η επαίσχυντη Συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας συνήφθη σε αυτό το πλαίσιο. Το αδιέξοδο των προσφύγων είναι ότι το παιχνίδι όπου παίζονται οι ζωές τους δεν γίνεται γι’ αυτούς, αλλά μόνο για τους ψηφοφόρους και τους διπλωμάτες.

Η ελληνική κυβέρνηση στέλνει τα ΜΑΤ και το Στρατό να κλείσουν τα σύνορα, ενώ, δια στόματος πρωθυπουργού, προσπαθεί να συνδέσει τους πρόσφυγες με την έξαρση του ιού Covid-19, παρά το γεγονός ότι τα κρούσματα του ιού ήλθαν από τις επιδείξεις μόδας του Μιλάνου.

Φέρνει στο νου βιοπολιτικές δυστοπίες φουκωικού τύπου, όπου η ιατρική χρησιμοποιείται ως τεχνική της εξουσίας για να επιβληθεί ο αποκλεισμός και η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, η δημόσια καραντίνα. Ακόμη και το μέτρο ακύρωσης των καρναβαλιών είναι ένα μέτρο άχρηστο για τη δημόσια υγεία, χρήσιμο όμως για την πειθάρχηση των τοπικών κοινωνιών στη χειρουργική της εξουσίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επικαλείται τον ιό για το προσφυγικό μας προϊδεάζει για τον επερχόμενο κυνισμό του κράτους. Αν η στάση των κυβερνώντων αποδεικνύει κάτι, αυτό είναι ότι ιογενείς είναι οι ακροδεξιές ιδέες, που κάνουν μεταστάσεις στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας.

Και όμως κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την κίνηση των απελπισμένων ανθρώπων προς την ελευθερία. Κανείς δεν θα ‘θελε να μείνει στα στρατόπεδα της Τουρκίας. Κανείς δεν θα θέλε να μείνει στο κολαστήριο της Μόριας. Η μόνη λύση είναι η ελεύθερη μετακίνηση των προσφύγων και η ενσωμάτωσή τους στην εγχώρια κοινωνία. Ένα κράτος που γνωρίζει μόνο τη βία σαν λύση είναι ένα κράτος που θωρακίζεται στον εαυτό του ενώ προσπαθεί να επεκταθεί, μέχρι να καταρρεύσει εσωτερικά. Το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα, το κίνημα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό έχει δύο τέρατα να πολεμήσει, την κρατική πολιτική και την ακροδεξιά ρητορική.

Ο κίνδυνος που πρέπει να καταπολεμηθεί είναι η ιογενής ακροδεξιά που διαποτίζει τον πολιτικό διάλογο.


Σημειώσεις:

[1] Στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τον Ποινικό Κώδικα που εγκρίθηκε επί της αρχής στις 13/11/19 περιλαμβάνεται κακουργηματική τιμωρία «όταν τελείται από δράστη ο οποίος συμμετέχει σε πλήθος που διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλει παράνομα σε ξένα σπίτια ή άλλα ακίνητα. Η απειλή κάθειρξης έως 10 έτη δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή λόγω της αμεσότητας του κινδύνου που ενέχει η κατοχή εκρηκτικών υπό αυτές τις περιστάσεις», παρότι η κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών συνεχίζει να τιμωρείται ως πλημμέλημα. https://tvxs.gr/news/ellada/nomosxedio-poinikoy-kodika-asylo-stoys-trapezites-kynigi-tis-aktibistikis-politikis-dras

[2] Βλ. Καρλ Σμιτ, Η έννοια του πολιτικού, εκδ. Κριτική

[3] Open TV, 27/11/2019

Αφήστε ένα σχόλιο

four × 5 =