Εγχειρίδιο κοινωνικής οικολογίας. Για cyborgs.

0

Του Νίκου Βράντση
Ο Νίκος Βράντσης σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στην Πολιτική Θεωρία & Φιλοσοφία. Γράφει για τον δημόσιο χώρο και αναζητά τις αρχιτεκτονικές προϋποθέσεις της δημοκρατίας.

Ένα κείμενο, δημοσιευμένο προσφάτως στο Journal of the American Philosophical Association[1], σχετικό με αυτό που στα επιστημονικά σαλόνια των Φράγκων ονομάζεται extended cognition, διατύπωσε κάποιες ανησυχίες και εισηγήθηκε ορισμένες, ενδιαφέρουσες, νομικές καινοτομίες ώστε τα απαρχαιωμένα δικαιικά συστήματα να συμβαδίσουν με τον θαυμαστό, τεχνολογικό κόσμο που ανατέλλει. Το κείμενο, εν ολίγοις, συνιστά στα νομικά συστήματα να αντιμετωπίζουν τις συσκευές μας όχι σαν απλά αντικείμενα αλλά σαν προεκτάσεις του σώματός μας, συνέχειες του εγκεφάλου μας. Αυτό συνεπάγεται βεβαίως, ότι ο κοινός κλέφτης ενός κινητού δεν θα κρίνεται ως κλέφτης αλλά ως κακούργος που άσκησε σωματική βία και προκάλεσε εγκεφαλική βλάβη στο θύμα του. Η κλοπή του κινητού, σύμφωνα με το κείμενο, θα πρέπει να ισούται με μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι.

Είναι γνωστό πλέον, ότι τα laptops και τα smartphones μας είναι κάτι περισσότερο από απλά αντικείμενα. Προσωπικές και συλλογικές ιστορίες αποθηκεύονται και αρχειοθετούνται στις συσκευές μας, στις sim καρτες μας, στους σκληρούς μας δίσκους ή στο cloud. Σκέψεις καταγράφονται, συναλλαγές επιβλέπονται, συνήθειες χαρτογραφούνται, όνειρα προκατασκευάζονται. Έχουμε πλέον εξοικειωθεί και με προτάσεις που παλιότερα θα έμοιαζαν εξωφρενικές, για παράδειγμα αυτές που υποστηρίζουν πως όταν πεθάνουμε, οι συσκευές μας θα μπορούν να λειτουργούν ως λυχνάρια από όπου οι ζώντες θα μπορούν να περισυλλέγουν τα ίχνη των τεθνεώτων και να ξαναφτιάχνουν μια ρέπλικα, μια ψηφιακή εκδοχή του άλλοτε βιολογικού μας εαυτού, που με την παρουσία της θα απαλύνει των πόνων των οικείων.

Είναι προφανές ότι οι ψυχολογικές και οι βιολογικές μεταμορφώσεις που επιφέρει ο κυβερνοκαπιταλισμός θέτουν ζητήματα οντολογικά, αναθεωρήσεις των μέχρι τώρα δεδομένων περί βίου και περί θανάτου. Αυτοί οι χαρακτηριστικοί φιλοσοφικοί, επιστημονικοί και νομικοί προβληματισμοί επανεξετάζουν τα στοιχεία που συγκροτούν το αντικείμενο και τον πυρήνα τους. Αποκαλύπτουν τις τεκτονικές επιδράσεις που επιφέρει η παντοδυναμία της τεχνολογίας στον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας και τις κοινωνίες μας. Αυτό που τώρα βρισκεται στον πυρήνα του νέου φιλοσοφικού Λόγου για παράδειγμα, δεν είναι το Καρτεσιανό “Εγώ” που κληρονομήσαμε από την Αναγέννηση, αλλά ένας εαυτός υπό τεχνική υποστήριξη· ένα μείγμα βιολογίας και τεχνολογίας· ένα ον που μοιάζει λιγότερο με άνθρωπο και περισσότερο με cyborg.

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι αντιμετωπίζουμε αυτή τη, συγκεκριμένου χαρακτήρα, τεχνολογική πρόοδο λες και είναι αναπότρεπτο φυσικό φαινόμενο. Δεν είναι η τεχνολογική πρόοδος αυτή που πρέπει να υπακουσει στους κανόνες που έχουν τεθεί από τα παραδοσιακά συστήματα σκέψης, αλλά αυτά τα συστήματα που πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η τεχνολογία. Λείπει όμως μια κάποια κριτική και απουσιάζουν τα ιδανικά, στη βάση των οποίων θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε αυτές τις τροποποιήσεις. Αυτή η απουσία δείχνει ότι τα ιδανικά αυτά πλέον δεν υπάρχουν και δεν χρησιμεύουν ούτε καν ως προσχήματα. Αντίθετα, κάθε τεχνολογική καινοτομία είναι καλοδεχούμενη από τη στιγμή που εξυπηρετεί την παραγωγή του κέρδους και συμβαδίζει με τους στόχους που θέτει η κυριάρχη κουλτούρα του θεάματος. Εμείς, τα υπό τεχνική υποστήριξη όντα, είμαστε προϊόντα αυτής της διαδικασίας προσαρμογής· οι αναβαθμισμένες, μάλιστα εκδοχές, οι νέες γενιές των cyborgs που ανατρέφονται μέσα στο ψηφιακό σύμπαν, είναι όντα ιδανικά να κατοικήσουν σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο εικόνας και θεάματος, που λειτουργεί σαν άθροισμα ροών και δεδομένων.

Ο Murray Bookchin, ήταν μια σπάνια εξαίρεση σκεπτικισμού μέσα στη γενική ατμόσφαιρα του απερίσκεπτου ευαγγελισμού της τεχνολογικής θεολογίας των libertarians. Δεν ήταν βέβαια και κανένας λουδδίτης· απλά αναρωτιόταν, και δικαίως, γιατί και πώς η τεχνολογία εγγράφεται στις κοινωνίες μας. Για να εξυπηρετήσει ποιους σκοπούς; Και με ποιες συνεπακόλουθες παρενέργειες; Προείδε την πιθανή σχέση ανάμεσα στην τεχνολογική πρόοδο και την ενδυνάμωση της κοινωνικής ιεραρχίας του καταναλωτικού κυβερνοκαπιταλισμού. Είδε ότι η τεχνολογική καινοτομία μπορούσε εύκολα να γίνει ένα ραφινάτο όργανο εκμετάλλευσης, χειραγωγούμενο από μια ιδεολογία απορρυθμισμένου καπιταλισμού, εις βάρος της δημοκρατίας, της κοινωνίας, των ατόμων και του περιβάλλοντος:

«Νιώθω ότι είμαστε μπροστά σε μια επανάσταση μνημειώδους σημασίας και για όσο αυτή η επανάσταση θα βρίσκεται στα χέρια του κεφαλαίου και του κράτους, οι κοινωνικές συνέπειές της θα είναι καταστροφικές. Δεν θα ωφελήσει την ανθρώπινη κοινωνία ή την οικολογία αλλά θα εξυπηρετήσει την κυριαρχία και την ιεραρχία, όπως πάντα έκανε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, η τεχνολογική πρόοδος» (Bookchin σε συνέντευξή του στο περιοδικό K.I.O.)[2]

Οι τεχνολογικές καινοτομιές απέχουν πολύ από το να εκπληρώσουν τις πρώιμες φαντασιώσεις που περιέγραφαν την έλευση του διαδικτύου ως μια ουδέτερη, απελευθερωτική δυνάμη που θα διέδιδε τον καθολικό Λόγο σε έναν παράλογο κόσμο. Αντιθέτως, ο παραλογισμός δυναμώνει. Υπό τη δύναμη του κυβερνοκαπιταλισμού, διασπείρονται ταχύτατα και μαζικά ειδήσεις ψευδείς, μίσος και συνομωσίες που με καλούς αγωγούς τις αλγοριθμικές μετρήσεις φτάνουν σε προκατασκευασμένα ακροατήρια. Τίτλοι που επικαλούνται μαζικές αφυπνίσεις — «Ξυπνήστε…» — ακολουθούνται από λέξεις μίσους και ψέματα. Η ψηφιοποίηση ήταν βασικό προαπαιτούμενο και για τη ρευστοποίηση του Κεφαλαίου, το οποίο έκτοτε μετακινείται αστραπιαία και είναι ικανό να χειραγωγεί ευκολότερα τους πολιτικούς θεσμούς. Σταθερά πολιτικά συστήματα καλούνται να αναβαθμιστούν λες και είναι λογισμικά, να προσαρμοστούν για να επιβιώσουν.

Η συζήτηση γίνεται με όρους θεσμικού δαρβινισμού. Ολόκληρα κράτη και πόλεις προσαρμόζονται και μεταμορφώνονται σε υπαλληλικούς θεσμούς μιας απεδαφικοποιημένης δύναμης που κινείται ασταμάτητα. Για να σταθμεύσει τα κεφάλαιά της, προ-ορίζει την πορεία των πολιτκών δράσεων που πρέπει να γίνουν και των αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν, πολλές φορές εις βάρος ανθρωπίνων, κοινωνικών, εργατικών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων. Τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν πια να διατυπώσουν ένα όραμα που να πηγαίνει πέρα από τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα λιτότητας. Οφείλουν πρώτα και κύρια, να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των hedge funds και των αγορών.

Οι πόλεις δεν είναι πλέον τα “genii locorum” του μοντερνισμού. Έχουν υποβαθμιστεί σε τοπία θεάματος, σε άθροισμα εικόνων προς τουριστική κατανάλωση. Οι επίσημοι θεσμοί, είναι τώρα πιόνια σε έναν χωρο-δαρβινισμό προσπαθώντας να κάνουν όλα εκείνα που είναι απαραίτητα για να προσελκύσουν επενδύσεις. Ο γεω-δαρβινισμός είναι η ατμόσφαιρα που ορίζει τη θεσμική προσαρμογή των επίσημων πολιτικών θεσμών, όπως ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι η ιδεολογική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία διαμορφώνεται η προσωπική ατζέντα των ατόμων.

Ο Bookchin δεν ήταν απλά ένας στοχαστής που στοχαζόταν επί των επιδράσεων του κυβερνοκαπιταλισμού. Αυτό που κάνει τη σκέψη του, σημείο αναφοράς για την κριτική θεωρία, είναι η προσπάθειά του να αμφισβητήσει την επιστημολογική ηγεμονία αυτού του δαρβινισμού, που διαμορφώνει τη συμπεριφορά των ατόμων, τις κοινωνικές τους σχέσεις και τους πολιτικούς τους θεσμούς. Αυτό που χονδρικά ονομάζουμε «νεοφιλελευθερισμό» είναι μια συνέχεια, ένα ακόμα επεισόδιο, το πιο πρόσφατο, στη σειρά συστημάτων που θεμελιώνονται στο δόγμα της — συμβολικής και κυριολεκτικής — επιβίωσης των ισχυρότερων.

Ωστόσο, για τον Bookchin, πρόκειται για μια ιδεολογία. Ο δαρβινισμός δεν είναι το ηθικό δίδαγμα που πρέπει να πάρουμε από τη φύση, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι μια προβολή που εμείς οι άνθρωποι κάνουμε πάνω στη φύση. Είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο μάθαμε να διαβάζουμε και να αποκωδικοποιούμε τη φύση, ως σύστημα ενός αχαλίνωτου ανταγωνισμού, ώστε να δικαιολογήσουμε το, ανθρώπινα κατασκευασμένο, σύστημα εκμετάλλευσης και ιεραρχίας μέσα στο οποίο ζούμε. Είναι, εν ολίγοις, ένα στερεότυπο που υποβαθμίζει τη φύση σε ένα σύστημα επιβίωσης του ισχυρότερου, και αποσιωπά τις δυνάμεις συνεργασίας που αφθονούν στα φυσικά οικοσυστήματα. Ο δαρβινισμός, είναι η αφήγηση που ηγεμονεύει και σιγεί όλες τις άλλες αφηγήσεις.

Για να αντιμετωπίσει την ιδεολογική εμμονή με τον ανταγωνισμό, ο Bookchin επικεντρώνεται στα ιδεώδη της συνεργασίας και της ποικιλομορφίας που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση ενός φυσικού οικοσυστήματος. Και παρόλο που, για αυτόν, η φύση δεν είναι ούτε ηθική ούτε ανήθικη, θεωρεί η αφήγηση που θα επιλέξουμε να ακούσουμε για τη φύση, είναι καίριας σημασίας για την ποιότητα των κοινωνικών συστημάτων που φτιάχνουμε:

«Το Προμηθεικό πρόταγμα, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνολογία ώστε να κυριαρχηθεί η φυση, αντικαθίσταται από ένα οικολογικό ήθος που χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να εναρμονήσει τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης» (Bookchin, 1977:79).

Αντί λοιπόν για την προσαρμογή του νομικού μας κώδικα, ώστε να αντιμετωπίζει κάποιον που κλέβει ένα smartphone σαν κακούργο που προκαλεί σωματική βλάβη στο θύμα του, προτείνω να διατυπώσουμε πιο θεμελιώδη ερωτήματα που να αμφισβητούν την επιστημολογική βάση στην οποία στηρίζεται το ιδεολογικό δόγμα του κυβερνοκαπιταλισμού· προτείνω αρχικά να εξετάσουμε τις συνέπειές του στα ήδη αναποτελεσματικά δημοκρατικά μας πολιτεύματα, στις κοινωνίες, τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Αν διαθέτουμε και κάποια αποθέματα ειρωνίας, μπορούμε να κάνουμε την ανάκριση αυτή, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η παραδοσιακή φιλελεύθερη σκέψη.

Οι αγγελιοφόροι του κυβερνοκαπιταλισμού πάντοτε ανατρέχουν στον ιερό λόγο περί ατομικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, μια προσεκτική ανάκριση θα μπορούσε να αποκαλύψει την ασυνέπεια του κυβερνο-καπιταλισμού προς αυτές τις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης σκέψης. Το σύστημα αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ακόμη και όταν αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει ορίσει το ίδιο. Η «ιδιωτικότητα» και «το πρόσωπο», βασικές αξίες της παραδοσιακής φιλελεύθερης σκέψης, παραβιάζονται όχι από κάποιον Γάλλο ή Ισπανό μονάρχη ή από ένα απολυταρχικό Κράτος αλλά από το πανταχού-παρόν θέαμα που εισβάλλει στους χώρους μας από τις συσκευές που πάντα μας συνοδεύουν και μας καλούν να τροφοδοτούμε ασταμάτητα, με δεδομένα και ισχύ, το ολιγοπώλιο των διαχειριστών των ψηφιακών ζωών μας.

Υπάρχουμε και αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα από έναν ψηφιακό, δημόσιο χώρο που βασίζεται στον φθόνο, τον ανταγωνισμό και την ανεξέλεγκτη κατανάλωση. Αυτή η υποβάθμιση της δημόσιας σφαίρας έχει πρωτοφανείς οντολογικές επιπτώσεις. Για τον Bookchin, το άτομο που δεν μπορεί να ελέγξει τους όρους (συν)ύπαρξης στον δημόσιο χώρο υποφέρει από τη στέρηση, όχι απλά της αναστοχαστικής του ικανότητας αλλά του ίδιου του του εαυτού:

«Η απώλεια της δημόσιας σφαίρας ακολουθειται από την απώλεια της ιδιωτικής σφαίρας -αυτής της απαραβίαστης επικράτειας που είναι υποθετικά το τελευταίο οχυρό που διαθέτει το άτομο σε μια συγκεντρωτική και γραφειοκρατική κοινωνία. Το Εγώ, αφυδατωμένο εξαιτίας της ανυδρίας της δημόσιας σφαίρας γίνεται πλέον υποκείμενο μαζικής κουλτούρας, στερεοτυπικών αντιδράσεων, και διαρκούς ενασχόλησης με την ασημαντότητα» (Bookchin, 1977:77).

Ο κυβερνοκαπιταλισμός δίνει σταδιακά τη θέση του σε αυτό που πλέον μοιάζει με ένα κυβερνοσύστημα -σύστημα απόλυτο και καθολικό, το οποίο απαιτεί την πλήρη προσοχή μας, τη συνεχή μας συμμετοχή, παρακολουθεί συνεχώς και ανασχηματίζει ακόμα και τον πλέον ιδιωτικό μας χρόνο. Οι συσκευές ασκούν εγκεφαλικές λειτουργίες και περιστασιακά τις αντικαθιστούν. Γνωρίζουν σε ποιους μιλάμε, πότε τους μιλάμε, τι τους λέμε, πού βρισκόμαστε· γνωρίζουν για τις συναλλαγές μας, για τις φωτογραφίες μας, για τα βιομετρικά μας δεδομένα — και όλα αυτά τα αρχειοθετούν για χρόνια τώρα. Τα διαρκώς διαθέσιμα profile μας διηγούνται την προσωπική μας ιστορία· ο τοίχος μας γνωστοποιεί τις συναισθηματικές μας καταστάσεις και μεταπτώσεις· τα apps εντοπίζουν τις συναλλαγές μας, παρακολουθούν τις συναντήσεις μας, αποθηκεύουν τις αναμνήσεις μας, χαρτογραφούν τα γούστα και τις προτιμήσεις μας, προετοιμάζουν το περιεχόμενο που έχουμε εκπαιδευτεί να αναζητούμε.

Η άνοδος των κρυπτοφασιστικών τάσεων στην τεχνο-βιομηχανία[3] μαρτυρεί τις αποτυχίες της «ψηφιακής επανάστασης» των οποίων οι υποσχέσεις δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.

Η ιδιωτικότητά μας δεν είναι πλέον ένας χώρος και χρόνος που έχουμε με τον εαυτό μας, ώστε να αποσυρθούμε, να ασκήσουμε την αναστοχαστική μας ικανότητα, να παρασυρθούμε σε μια αδιάκοπη ενατένιση. Είναι μια συνέχεια του ψηφιακού θεάματος που δεν μας αφήνει ποτέ μόνους. Δεν υπάρχει ίχνος αυτονομίας, διότι δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Οι συσκευές μας είναι πάντα εκεί, το απαραίτητο hardware για την ηγεμονία ενός παντοδύναμου λογισμικού που όχι μόνο ικανοποιεί τις επιθυμίες μας αλλά τις προκατασκευάζει και διδάσκει σε εμάς, τα απομονωμένα cyborgs πώς και τι να επιθυμούμε.

Το διαδίκτυο, ανεξάρτητα από τις αρχικές προθέσεις των ιδεαλιστών δημιουργών του, έχει γίνει μια πελώρια έκταση μονοκαλλιέργειας κλωνοποιημένων ατόμων που αναπαράγονται επ’ άπειρον. Αυτή η επικρατούσα τεχνολογική δύναμη, ξαναγράφει τους κώδικες των προηγουμένων συστημάτων, λιώνει τα όρια μέσα από τα οποία μάθαμε να προσανατολιζόμαστε στον κόσμο, αλλάζει τα υποκείμενα, τα αντικειμένα και τη μεταξύ τους σχέση. Έχει αποικίσει ακόμη και την περιοχή του ονείρου. Ο αρχιτεκτονικός υβριδισμός, το ανακάτεμα των στυλ, η απώλεια πολιτικής διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, η απουσία ορίων ανάμεσα στην ατομική ιδιωτικότητα και τη δημοσιότητα, είναι τα φαινόμενα των αλλαγμένων κωδικών μιας προηγούμενης πραγματικότητας.

Ακόμη και η μαζική οργή έδωσε τη θέση της στην απελπισία, το καθοριστικό συναίσθημα μιας γενιάς, της οποίας κάθε κίνηση είναι αναμενόμενη· παρακολουθείται, αγοράζεται και πωλείται προτού συμβεί. Τώρα όλοι γνωρίζουμε ότι είμαστε απλώς ένα ακόμα κομμάτι του θεάματος, ότι κάθε κίνησή μας είναι ένα κλισέ που έχει προγραμματιστεί εκ των προτέρων. Ακόμη και να συνειδητοποιούμε την απουσία οποιασδήποτε πρωτοτυπίας είναι πλέον κλισέ. Το μόνο που απομένει είναι να μιμούμαστε στυλ και πρακτικές που έχουν πεθάνει προ πολλού.

Το μαζικό θέαμα, που διευκολύνεται από τον κυβερνομοναρχισμό, επηρεάζει τραγικά ακόμα και τις γλωσσικές δεξιότητές μας. Η πολιτισμική παραγωγή αυτής της γενιάς πάσχει από φτώχεια σε λέξεις, ένα φαινόμενο που περιγράφεται καλύτερα ως μεταλεξία παρά ως δυσλεξία (Fisher, 2009). Η ταχύτητα των οπτικών ερεθισμάτων και ο ακατάπαυστος βομβαρδισμός των εικόνων, έχουν αναθρέψει μια γενιά που μπορεί να επεξεργαστεί πλήρως τα οπτικά δεδομένα χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει λέξεις.

Η γλώσσα είναι μπανάλ. Ένα σύνθημα είναι πιο αποτελεσματικό σε αυτόν τον γρήγορο ψηφιακό κόσμο.

Αλλά με την έλλειψη λέξεων εκλείπει και η κατανόηση του τι μας συμβαίνει· σε εμάς και στον κόσμο γύρω μας. Αδυνατούμε σταδιακά να εξασκήσουμε τη θεμελιώδη λειτουργία που μας καθιστά ανθρώπους: τον αναστοχασμό. Το «Εγώ», που θεωρείται ιερό για την παραδοσιακή φιλελεύθερη σκέψη, εξατμίζεται:

«Η έννοια “άνθρωπος” για τους Έλληνες, προϋπέθετε την αυτογνωσία και την αυτοκατανόηση στην ιδιωτική ζωή και επαναφέρεται στη δυτική σκέψη από τον Descartes μέχρι τους σύγχρονους υπαρξιστές» (Bookchin,1977:76).

Στον κυβερνομοναρχισμό, το ιερό «εγώ» του φιλελευθερισμού περιορίζεται σε τρεις ξεφτισμένες εκδοχές του εαυτού: παραγωγός δεδομένων (1), δημιουργός περιεχομένου (2), καταναλωτής προκατασκευασμένων επιθυμιών σε μια ψηφιακή κοινωνική σφαίρα που στηρίζεται στον φθόνο (3). Το υποκείμενο πλέον δεν είναι ο ιδιοκτήτης των ιδιωτικών σκέψεών του. Αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα από την εξάσκηση του δικαιώματός του να προκαλεί τον φθόνο. Και ένας εαυτός που του έχουν απομείνει μόνον αυτές οι λειτουργίες μετοχής σε ένα προκατασκευασμένο περιβάλλον, δεν μπορεί να είναι πολιτικά ενεργός και κοινωνικά παρών.

Ακόμα και πιο ανατρεπτικές ιδέες και σκέψεις ενσωματώνονται σε αυτό το πελώριο σύστημα και μετατρέπονται σε καταναλωτικά αγαθά. Η εξέγερση μετατρέπεται σε θέαμα, η φτώχεια σε εμπόρευμα, η βία σε νουάρ, η επανάσταση σε παράσταση, η εναλλακτικότητα σε τουριστικό προϊόν, το punk και το hip-hop σε lifestyle.

Η επανεξέταση του έργου του Bookchin μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ της τεχνολογικής παντοδυναμίας και της τεράστιας φτώχειας του εαυτού. Ακολουθώντας λοιπόν την πρωτότυπη σκέψη του, μπορούμε να αναγνωρίσουμε το ανθρώπινο, κοινωνικό, πολιτικό και περιβαλλοντικό κόστος που προκαλείται από αυτή την παντοδύναμη τεχνολογική ηγεμονία. Ο Bookchin δεν έκρινε τον κυβερνομοναρχισμό και τον νεοφιλελευθερισμό σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός. Αλλά η αναντιστοιχία και ασυνέπειά τους με τις φιλελεύθερες αξίες, σχετίζονται με το πρόβλημα της «κλίμακας» με το οποίο ασχολήθηκε διεξοδικά.

Εμείς, οι απογοητευμένες μάζες, αντιμετωπίζουμε τις παρενέργειες ενός συστήματος που δεν μπορεί να αποκρύψει τις ασυνέπειές του. Η περιβαλλοντική καταστροφή είναι μια τέτοια παρενέργεια. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η κλιματική αλλαγή και η απειλή της εξάντλησης των πόρων δεν αποκρύπτονται, μα κάθε άλλο, προβάλλονται και διαφημίζονται ανελλειπώς. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ τεχνοκαπιταλισμού και οικολογικής καταστροφής δεν είναι τυχαία, ούτε πρόκειται να επιλυθεί με ένα σύνολο από applications, στρατηγικές marketing και ecofiction. Η πασαρέλα εικόνων και lifestyles που παρουσιάζεται στις κοινωνικές πλατφόρμες προϋποθέτει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων:

«Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι τώρα ερχόμαστε όλο και περισσότερο αντιμέτωποι με την ακρότητα, όσον αφορά το μέλλον του πλανήτη μας. Είτε η κοινωνία θα αναδιαρθρωθεί πλήρως σύμφωνα με τις δημοκρατικές αξίες, καθοδηγούμενη από τις ριζοσπαστικές αρχές της κοινωνικής οικολογίας ενάντια στην ιεραρχία και τη κυριαρχία είτε η οικολογική επιδείνωση του πλανήτη θα εξαλείψει όχι μόνο τους πόρους μας, αλλά και τη δημοκρατία μας» (Bookchin, 1992: 10).

Μια άλλη παρενέργεια είναι η επιδημία ψυχικών νοσημάτων. Το σύστημα του ακατάσχετου ανταγωνισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού, που χλευάζει οποιαδήποτε αναφορά στην κοινότητα και στη σημασία της συνύπαρξης, είναι υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό για τα αυξανόμενα ποσοστά ψυχικών νόσων. Η προτεινόμενη θεραπεία αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο τη «φυσικοποίηση» του ακραίου ατομισμού. Η ψυχική νόσος θεωρείται ιδιωτική υπόθεση και το άτομο θεωρείται υπεύθυνο για την επίλυσή της.

Τέλος, μια απροσδόκητη παρενέργεια και χαρακτηριστική ασυνέπεια, είναι ο πολλαπλασιασμός της γραφειοκρατίας. Οι ιδεολόγοι του κυβερνοκαπιταλισμού ξόρκιζαν τη γραφειοκρατία που σύμφωνα με αυτούς οδήγησε σε θεσμική αναποτελεσματικότητα. Με τον θρίαμβο του κυβερνοκαπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, η γραφειοκρατία υποτίθεται ότι θα εξαλειφόταν. Στην πραγματικότητα απλά άλλαξε μορφή. Η νέα αποκεντρωμένη, απεδαφικοποιημένη μορφή της, της επέτρεψε να πολλαπλασιαστεί εις βάρος των ήδη δυσλειτουργικών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Εν όψει αυτών των αδιεξόδων, η αναζήτηση μιας εναλλακτικής λύσης είναι απαίτηση συλλογική. Ωστόσο, η ανικανότητα των παραδοσιακών, δημοκρατικών θεσμών να ενεργοποιήσουν θεμελιώδεις ασφαλιστικές δικλείδες — η άρνησή τους, για παράδειγμα, να ρυθμίσουν ακόμη και τις υπαίτιες για την χρηματοπιστωτική κρίση τράπεζες, που κρίθηκαν πολύ μεγάλες και ενσωματωμένες στο σύστημα για να καταρρεύσουν — οδήγησαν σε βαθύτερη πολιτική απογοήτευση και κατέστησαν φαινομενικά αδύνατο το ενδεχόμενο μιας βιώσιμης εναλλακτικής λύσης.

Οι αναζητήσεις του Bookchin για τις δυνατότητες που ανοίγονται, αν στρέψουμε την προσοχή μας σε άλλες πολιτικές κλίμακες, κάτω από τους κρατικούς θεσμούς, σε πιο «μικρά» και «ανθρώπινα» οικοσυστήματα, παρέχουν ίσως μια τέτοια εναλλακτική. Το σύστημα σκέψης του δεν ήταν ένας προβληματισμός για τον τεχνοκαπιταλισμό. Ήταν ένας προβληματισμός σχετικά με την κλίμακα και το πλαίσιο.

Ο Bookchin, την κριτική του δεν την ασκεί στην τεχνολογική καινοτομία αλλά στο πολιτικό και επιστημολογικό πλαίσιο εντός του οποίου καταχωρείται και λειτουργεί αυτή η καινοτομία:

«Το ερώτημα είναι εάν η κοινωνία πρέπει να οργανωθεί γύρω από την τεχνολογία ή αν η τεχνολογία πρέπει να οργανωθεί γύρω από την κοινωνία. Η απάντησή μας μπορεί να δοθεί με την εξέταση της ίδιας της νέας τεχνολογίας με σκοπό να καθοριστεί εάν μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο ανθρώπινες κλίμακες». (Bookchin, 1971: 35)

Ενάντια σε αυτή την πολιτισμική έρημο των απομονωμένων κλωνοποιημένων υποκειμένων, που αναπαράγονται επ’ άπειρον, η κοινωνική οικολογία του Bookchin μάς καλεί να δημιουργήσουμε κοινωνικά οικοσυστήματα, μικρότερης κλίμακας, που θα αγκαλιάζουν την κοινωνική βιοποικιλότητα και θα θέτουν τα δικά τους κριτήρια και τους δικούς τους στόχους. Εξετάζει τις δυνατότητες ενός ανθρώπινου οικοτόπου, με πιο ανθρώπινους κοινωνικούς θεσμούς. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η κλίμακα για τον Bookchin δεν είναι απλώς θέμα διάστασης αλλά κυρίως θέμα ποιότητας. Η «χαμηλή» κλίμακα, κατά την άποψη του, έχει νόημα όσο επιτρέπει στο άτομο τον έλεγχο των υποθέσεων της κοινότητας και όσο εξασφαλίζει την αποτελεσματική και παραγωγική, ατομική συμμετοχή στην κοινωνική σφαίρα:

«Ένα ανθρώπινο οικοσύστημα προϋποθέτει την ανθρώπινη κλίμακα, δηλαδή μια κλίμακα που κατανοείται συλλογικά, ενισχύει την ατομική συμμετοχή και τις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο». (Bookchin, 1977: 78)

Όσον αφορά τον κυβερνοκαπιταλισμό, ο πολλαπλασιασμός των συμφωνιών ελευθέρων συναλλαγών καθώς και οι διακανονισμοί για το ηλεκτρονικό εμπόριο που εισηγείται ο ΠΟΕ, προσπαθούν να παραχωρήσουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των δεδομένων (data) αποκλειστικά και de facto στους συλλέκτες τους, δηλαδή στις μεγάλες εταιρίες. Εν όψει αυτών των προσπαθειών να δημιουργηθούν νομικά τετελεσμένα στη διαχείριση και ιδιοκτησία των δεδομένων, μια σειρά μελετών θέτει το ζήτημα συλλογικής και κοινοτικής διαχείρισης αυτών των δεδομένων και προτείνει ένα πλαίσιο για την κοινοτική ιδιοκτησία τους, που είναι απαραίτητο για την κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη[4].

Για την Κοινωνική Οικολογία, ο τόπος της διακυβέρνησης, η διαδικασία της διακυβέρνησης, ο στόχος της καθώς και η αλήθεια σύμφωνα με την οποία λαμβάνει χώρα η διακυβέρνηση, εξετάζονται και ελέγχονται από τους ίδιους τους μετέχοντες σε ένα κοινό οικοσύστημα το οποίο ελέγχουν και στο οποίο βεβαίως λογοδοτούν, χωρίς να θυσιάζουν την ιδιωτικότητά τους και το δικαίωμά τους να αποσύρονται για όσο χρειάζεται.

Βεβαίως, μια συμμαχία με επίσημα πολιτικά και θεσμικά όργανα δεν πρέπει να απορρίπτεται με πρόσχημα την ηθική καθαρότητα της κλίμακας. Οι πολιτικές συμμαχίες φορέων που δραστηριοπούνται σε διαφορετικές κλίμακες, μεταξύ συνοικιών, ευρύτερων οικοσυστημάτων σε αστικές και αγροτικές κοινότητες, δημοτικών αρχών καθώς και κομμάτων που αναγνωρίζουν τα όρια των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και είναι πρόθυμα να παραχωρήσουν κάποιον χώρο στα κοινωνικά κινήματα, μπορούν να διευκολύνουν μια κίνηση πέρα ​​από τη σημερινή πολιτική και πολιτισμική έρημο που προκαλεί τόσες παρενέργειες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bookchin, Murray. (1977). The Concept of Ecotechnologies Ecocommunities. Habitat, an International Journal. Vol 2. pp 73-85. Pergamon Press 

Bookchin, Murray. (1992). A Green Economy or Green Economics?. The Newsletter of PEGS. Vol. 2. No. 2. pp. 9-10, Penn State University Press https://www.jstor.org/stable/20710558

Bookchin, Murray. (1970). A Discussion on ”Listen, Marxist!. Transcription by Jonas Holmgren https://www.marxists.org/archive/bookchin/1970/discussion.htm

Bookchin, Murray. (1971). Liberatory Technology. Article in Our Generation, quarterly published in Montreal, Canada

Bookchin Murray, (2006)Social Ecology and Communalism, 2006, Published by AK Press

K.I.O. Interviews Murray Bookchin, Where Do We Come From? What Are We? Where Are We Going? http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/bookchin/ raddemocracy.html

Carter, J. Adam. Palermos, S. Orestis. (2016). Is Having Your Computer Compromised a Personal Assault? The Ethics of Extended Cognition, Journal of the American Philosophical Association, Volume 2, pp. 542-560

Fisher, Mark. (2009). Capitalist Realism, Zero Books

Singh, P.J., Vipra, J. Economic Rights Over Data: A Framework for Community Data Ownership. Development 62, 53–57 (2019) doi:10.1057/s41301-019-00212-5

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] https://www.cambridge.org/core/journals/journal-of-the-american-philosophical-association/article/div-classtitleis-having-your-computer-compromised-a-personal-assault-the-ethics-of-extended-cognitiondiv/AD3872F46DFB86C0A949A9CBD9A15EEC

[2] http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/bookchin/raddemocracy.html

[3] https://www.theguardian.com/news/2018/feb/15/why-silicon-valley-billionaires-are-prepping-for-the-apocalypse-in-new-zealand

[4] https://link.springer.com/article/10.1057/s41301-019-00212-5

Αφήστε ένα σχόλιο

twenty − fifteen =