Ηγεμονία της Αγοράς: ευελιξία, μερική απασχόληση και ρευστότητα της εργασιακής δύναμης στη μεταβιομηχανική οικονομία της πληροφορίας και των υπηρεσιών.
Ορφέας Ξανθούλης
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη μετανεωτερική-μεταβιομηχανική εποχή και ως νεοφιλελεύθερη εποχή, καθότι στον νεοφιλελευθερισμό, το οικονομικό επιχείρημα συμπορεύεται με το κοινωνικό. Η ανάπτυξη της ελεύθερης και αυτορρυθμιζόμενης αγοράς γίνεται έτσι το μέσο για την κοινωνική ανάπτυξη και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης [i]. Μέσω της αγοράς, λοιπόν, παράγεται ηγεμονική πολιτική.
Η μετατροπή της οικονομίας, τις τελευταίες δεκαετίες, στηρίχτηκε στην οικονομία των υπηρεσιών και της πληροφορίας με τη μορφή εμπορευματικών συνεργασιών μεγάλου βεληνεκούς, σε συνδυασμό με τις εργασιακές αναδιαρθρώσεις στον τομέα της εργασιακής πρακτικής λόγω της υπηρεσιακής αυτοματοποίησης, της εισαγωγής της τηλεργασίας και των ψηφιακών μέσων.
Οι παράγοντες αυτοί έκαναν αισθητή την αύξηση της σπουδαιότητας των βιομηχανιών της πληροφορίας όπως οι τραπεζικές, οι πιστωτικές, οι ασφαλιστικές, οι επιχειρηματικές, οι νομικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές υπηρεσίες και πάροχοι τηλεπικοινωνιών. Αυτή η ριζική μετατροπή της παραγωγής βασίστηκε επίσης πάνω στις ρευστές εργασιακές σχέσεις, στην πολυμερή και υψηλή αποδοτικότητα στην εργασία και τη συχνή κινητικότητα των εργαζόμενων [ii].
Μέσα στην ιδιότυπη ευελιξία στον τομέα της σύγχρονης παραγωγής, η ηθική του κοινού οφέλους των εργαζομένων αποδυναμώθηκε και αντικαταστάθηκε από αυτήν της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της ατομικής ανέλιξης. Κατά την πλειονότητά τους οι εργαζόμενοι στους προαναφερθέντες κλάδους έπαψαν να ακολουθούν πλέον το μοντέλο της σταθερής καριέρας που συναντάται στο φορντικό-τεϋλορικό τρόπο παραγωγής, που συνεπάγεται μια μακροχρόνια δέσμευση χρόνου μεταξύ εργαζομένων και εταιριών και ευκαιρίες για πρόοδο μέσα στην επιχείρηση. Αντιθέτως, υπάρχει η τάση που θέλει τα μεμονωμένα άτομα να απασχολούνται σε περισσότερους από έναν χώρους εργασίας [iii].
Συνέπεια αυτού είναι να επαναπροσδιοριστούν οι συνθήκες εργασίας με πιο ατομικούς και ιδιωτικοποιημένους όρους, εξαλείφοντας ουσιαστικά τη διάκριση μεταξύ εργαζομένου και επιχείρησης, την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα και, ως επακόλουθο, τη διάκριση μεταξύ των τάξεων [iv]. Σπάζοντας το παραδοσιακό μοντέλο εργασίας, οι εργαζόμενοι μπορούν να εργάζονται ως εξωτερικοί συνεργάτες ως σύμβουλοι και, επιπλέον, να είναι επιχειρηματίες που εκτελούν τη δική τους start-up επιχείρηση.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσον αυτή η ρευστή σχέση εργασίας, που καθιστά ανοιχτή κάθε στιγμή την ανέλιξη ή την πτώση του καθενός μέσα στον επιχειρησιακό τομέα, θα μπορούσε να δημιουργήσει την εικόνα της εκπλήρωσης της τελειότητας του καπιταλισμού. Πιθανώς όχι, διότι η επιτυχία της συνταγής οφείλεται στην ευκολία με την οποία οποιοσδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε προσωρινά εργαζόμενο δίχως το παραμικρό εργασιακό δικαίωμα. Έτσι οι σύγχρονες οικονομίες, σύμφωνα και με τον Μπάουμαν [v], οδηγούν προς την παραγωγή του εφήμερου, του ευμετάβλητου και της επισφαλούς εργασίας, η οποία είναι προσωρινή, ευέλικτη και μερικής απασχόλησης.
Σαν αποτέλεσμα υπάρχει ευελιξία στους μισθούς και αφαίρεση των δικαιωμάτων της εργασιακής δύναμης, λόγω διάσπασης των συνδικάτων των εργαζομένων. Με τη συνεχή απομόνωση των εργαζομένων, οι διαπραγματεύσεις όρων εργασίας πέφτουν στο κενό, λόγω και της συνεχούς επέκτασης της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Τα συνδικάτα ή γενικώς η ισχυρή εργατική δύναμη που αντιπαρέρχεται στις πολιτικές που παράγονται από το κεφάλαιο, οι οποίες υποτιμούν τις ζωές των εργαζομένων, είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη.
Οπότε, αν και υπάρχει μια μεταβολή στον τρόπο παραγωγής, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι οι σχέσεις καταπίεσης που υπήρχαν και πριν την ανέλιξη της μεταβιομηχανικής εποχής ουσιαστικά δεν εξαφανίστηκαν ή δεν μεταλλάχτηκαν συθέμελα. Απεναντίας συνέβαλαν στη διαιώνιση και συνέχιση της ανισομερούς κατανομής του κεφαλαίου [vi].
Κατά αυτόν τον τρόπο ευνοείται η συνεχής συσσώρευση του κεφαλαίου από μεριάς γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιριών, οι οποίες εκμεταλλεύονται εντατικά τον εργαζόμενο-καταναλωτή με στόχο την ηγεμόνευσή τους στην, εδραιωμένη πλέον, εποχή της πληροφορίας και της παροχής υπηρεσιών και τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους.
Και ποιος είναι ο ρόλος του κράτους, αν δεν μπορεί να περιορίσει την ηγεμόνευση της αγοράς; Το κράτος, στη μεταβιομηχανική εποχή, αν και εξακολουθεί να είναι βασικός ρυθμιστικός παράγοντας και εγγυητής της αγοράς, δεν αποτελεί τον κυρίαρχο επιτηρητή της κίνησης του ιδιωτικού κεφαλαίου, διότι αποσύρθηκε από την παρέμβαση της λειτουργίας της αγοράς.
Το κράτος αποσύρθηκε επίσης από τη χρηματοδότηση και τη λειτουργία πολλών μηχανισμών κοινωνικής πρόνοιας που τέθηκαν σε εφαρμογή προκειμένου να δημιουργηθεί μια ζώνη ασφαλείας μεταξύ των επιμέρους πολιτών και της αγοράς. Όλο και περισσότερες σφαίρες της κοινωνικής ζωής διοικούνται από την ελεύθερη αγορά ή διαμορφώνονται σύμφωνα με τη λογική της αγοράς [vii].
Έτσι, σύμφωνα και με τον Beck, υπάρχουν δύο αντιθετικές ερμηνείες για το κράτος στη μετανεωτερική εποχή: Από τη μία πεθαίνει, από την άλλη επινοείται εκ νέου. Στη νεωτερική εποχή το κράτος και η κυβέρνηση ήταν το κεφάλι. Όμως με το πέρασμα στη μεταβιομηχανική-μετανεωτερική κατάσταση, “δεν υπάρχει ένα κέντρο, το οποίο προβλέπει, διευθύνει και αποφασίζει τα πάντα. Οι καινοτομίες και οι αποφάσεις για το μέλλον δεν προέρχονται πλέον από μία πολιτική τάξη” [viii].
Αυτή η κατάσταση, μας λέει ο Fisher, έδωσε την ευκαιρία στις αγορές να αποκτήσουν περισσότερη αυτονομία έναντι του κράτους, καθιστώντας τες πιο απελευθερωμένες και πιο παγκοσμιοποιημένες. [ix] Ο έλεγχος που ασκούν πλέον οι επιχειρήσεις σε ευρύτατους και με κρίσιμη σημασία τομείς της οικονομικής ζωής καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τις κυβερνήσεις να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις μια πολιτική γραμμή, στην οποία αντιτίθενται.
Ο «κόσμος των επιχειρήσεων», λοιπόν, είναι σε ανυπολόγιστα καλύτερη θέση από κάθε άλλη ομάδα συμφερόντων ώστε να μπορεί να ενεργεί αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση και έτσι να αναγκάζει τις κυβερνήσεις να δίνουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή στις επιθυμίες και τις ευαισθησίες του. Έτσι, οι εκάστοτε κυβερνήσεις των σύγχρονων αστικών κρατών προβαίνουν στην υποτίμηση των βιοποριστικών και εργασιακών συνθηκών των μη εχόντων κεφαλαιακή δύναμη. Οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στη συσσώρευση πλούτου από μία κυρίαρχη ομάδα που επιβάλλεται οικονομικά έναντι των υπολοίπων [x].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[i] Schiavo Lidia (2017), Post-Democracy and Neoliberal Hegemony: A Genealogy of Contemporary ‘Governmentality’, κεφ. Hegemonic Neoliberalism and contemporary politics, Lambert Academic Publishing.
[ii] Dodge Martin, Kitchin Rob (2001), Mapping Cyberspace, Λονδίνο: Routledge, σελ. 18.
[iii] Βλ. Fisher (2010), Media and new capitalism in the digital age- the spirit of networks, N.Y: Palgrave Macmillan, σελ. 95.
[iv] ο.π.
[v] Μπάουμαν Ζίγκμουντ (2004), Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο, σελ. 88.
[vi] Lund Arwid (2017), Wikipedia, Work and Capitalism- A Realm of Freedom, Palgrave Macmillan, σελ. 3.
[vii] Fisher Eran, ο.π., σελ. 46 και Yong Gu Ji , Hwan Hwangbo , Ji Soo Yi , P. L. Patrick Rau , Xiaowen Fang & Chen Ling,The Influence of Cultural Differences on the Use of Social Network Services and the Formation of Social Capital, http://dx.doi.org/10.1080/10447318.2010.516727, 2010.
[viii] Beck Urlich (1996), Η επινόηση του πολιτικού – Για μια θεωρία του εκσυγχρονισμού, Αθήνα: νέα σύνορα, σελ. 256.
[ix] Fisher Eran, ο.π.
[x] Piketty Thomas (2014), Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα , Αθήνα: Πόλις, σελ.71.
Συζήτηση1 Σχόλιο
Πολύ σωστό, το πιο ενδιαφέρον είναι όμως ότι αυτή η γενικευμένη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η ανάδυση του ορθολογικού επιχειρηματικού υποκειμένου συνοδεύεται πάντα από κρίσεις κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς εξαιρέσεις, ή ίδια αρχή του οικονομικού ορθολογισμού που “φτιάχνει” την οικονομία, διαλύει ταυτόχρονα την κοινωνία. Για να αποφύγει την κοινωνική κατάρρευση λοιπόν ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζεται σε θεσμούς και δυνάμεις “ξένες” προς την λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, όπως την εσωτερική αναδιανομή της παραδοσιακής οικογένειας, την μηχανική αλληλεγγύη του έθνους και της φυλής. Αυτή η διαλεκτική ανάμεσα σε ορθολογισμό και ανορθολογισμό, σε στυγνό ατομικισμό και παραδοσιακές κυριαρχικές δομές, καθορίζει την τρέχουσα πολιτική συγκυρία.