Το νέο βιβλίο του Μπάμπη Βλάχου με τίτλο «Ομόκεντρα και εφαπτόμενα» (εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος) πραγματεύεται 4 μη ελάσσονα ζητήματα που φαίνεται να… εφάπτονται εν τέλει παρότι ομόκεντρα. Παρακάτω επιλέγουμε και δημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα του βιβλίου, παίρνοντας μία γεύση από το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα και πολλή τροφή για σκέψη…
Κεφάλαιο «Μέγας Αλέξανδρος: Η επιτομή ενός μύθου»:
Κι όπως δεν έχει νόημα η ηθικολογία στην Ιστορία, έτσι και δεν μπορεί να δικαιολογήσει και πολλά, ούτε να εξηγήσει, το αυτονόητο της παραφροσύνης. Αλλά ούτε και η -δίχως πολλές εκπλήξεις εντέλει- mainstream Ιστορία των Αυλών, των δυναστειών, ακόμη κι αν τις περιγράφει ένας Σαίξπηρ. Ο Σενέκας που θεωρούσε τον Αλέξανδρο από ένα σημείο κι ύστερα υπερεπηρμένο animal, έλεγε tyrannis saevilia cordi est, για τους τυράννους η ωμότητα αποτελεί απόλαυση. Και για τους Ρωμαίους η εξυπηρετική, μόνο κατ’ όνομα δημοκρατία, τον πέπλο μιας νεοφανούς, της πλέον αδίστακτης, συγκλητικής Ολιγαρχίας. Μέχρι να εξελιχθεί κι αυτή σε θεοποιημένη μοναρχία (και πριν τον Σεπτίμιο Σεβήρο, μεγάλο φαν του δικού μας στρατηλάτη). Η μια αυτοκρατορία εκ των πραγμάτων φρόντισε για την άλλη. Και βέβαια για τη χριστιανική εν τέλει, και «ελληνοδυτική», εξέλιξη.
Γι’ αυτό και μεγαλύτεροι λάτρεις, προσκυνητές του Αλεξάνδρου στον τάφο της Αιγύπτου (δεν μάθαμε αν οι Έλληνες έκαναν ουρά, ή η πλέμπα της εποχής ήξερε επιτέλους πού ήταν θαμμένος κι έτρεξε να λατρέψει τον «Πατερούλη» ή τον ροκ σταρ) ήσαν μόνο οι μεγάλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ο Οκταβιανός Αύγουστος κι ο Καρακάλλας, ο Νέρων και ο Καλιγούλας… Ιδίως οι ανώτεροι στο έγκλημα, τη φρενοβλάβεια και τη διαφθορά. Αυτοί που τους δίδαξε με τα καμώματά του, μεταξύ άλλων, το imperium. Μια και οι Αθηναίοι με τις τριήρεις τους είχαν μείνει πίσω, πολύ πίσω πλέον.
Γιατί μετά τον Μεγαλέξανδρο, ή μάλλον εξαιτίας του, δυο άλλες πόλεις θα καθόριζαν πια την τύχη και τη μοίρα του κόσμου. Η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ.
Αθήνα τέλος. Το πολύ πολύ ως διδακτέα «ύλη», ως ου-τοπία ή άσφαιρη φαντασίωση. Καθόσον ο μεγάλος κοσμοκράτορας ξανάφερε την Ιστορία στα ίσια της. Ύστερα από τη γνωστή περιστασιακή ανωμαλία.
Πράγματι. Ανοίγοντας αυτός ο Magnus (οι Ρωμαίοι τον ονόμασαν Μέγα, όχι οι Έλληνες) κι η κληρονομιά του, για πρώτη φορά τον κόσμο/τις μάζες της Ανατολής στον κόσμο της Δύσης και τούμπαλιν, φρόντισε και παγκοσμιοποίησε τη Δουλοφροσύνη. Και πολιτικά και, συν τω χρόνω, θρησκευτικά.
*
Κεφάλαιο «Αριστεράς εγκώμιον»:
Ούτε στο όνειρό του, δηλαδή, ο κυνηγημένος και σφαγιασμένος ελασίτης του ’45 κι ύστερα, δεν θα… οραματιζόταν ότι κάποιος «διάδοχός» του θα επιχειρηματολογούσε επτά δεκαετίες αργότερα στη Βουλή απλά ως φοροτεχνικός.
Αλλά η παραδοσιακή και αναγνωρισμένη Αριστερά, η διαχωρισμένη αντιπροσωπεία της, ως γνωστόν ανέκαθεν αντέγραφε και υπέγραφε, κατά τον χειρότερο μάλιστα τρόπο, και προπαντός εξυπηρετούσε τις δομές/λειτουργίες που υποτίθεται επεδίωκε στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα… να γκρεμίσει. Πάγιο χαρακτηριστικό της. Ανέκαθεν ψόφαγε για διαπραγματεύσεις. Καλή ώρα. Κάποτε κάποτε ακόμη κι όταν δεν χρειαζόταν. Τις κυνηγούσε στην Πλάκα και στο Κάιρο. (Όχι διότι προχωράει ο «διάλογος», αλλά γιατί τουλάχιστον έτσι αναγνωρίζεσαι στην εκάστοτε συσκευασία). Έμμονη μπρος στη «νομιμότητα» -και το αντίτιμο- της Αναγνώρισης. Όχι της απλής, της ανθρώπινης -αλλά βέβαια της συστατικής του Κράτους. Του στερητικού συνδρόμου που διακατέχει κάθε «χρήστη» κατακλυσμιαίων δόσεων -κάθε καθωσπρέπει-και-κορέκτ σχηματισμό Εξουσίας. Αλλά και κάθε προσωπικά απαίδευτο και στερημένο. (Φαίνεται γι’ αυτό τους προτιμά και το Διευθυντήριο των Βρυξελλών. Για να χάσουν -χάριν της αναγνώρισης- κατά Κράτος).
*
(…) Ο Ριζοσπάστης, άλλωστε, άργησε μια ολόκληρη μέρα να ανακοινώσει ότι ο θεάνθρωπος Λένιν ΑΠΕΘΑΝΕ. Δεν το πίστευαν στην Ελλάδα! Το διέψευδαν. Σκέψου να το’ χαν γράψει και για τα σοβιέτ (τα αυτεξούσια λαϊκά συμβούλια) -της πολυθρύλητης Οκτωβριανής επανάστασης. Ότι είχαν ήδη πεθάνει -ότι χάθηκε ο έλεγχος από τη βάση, υποταγμένα απ’ τους μπολσεβίκους ήδη από το 1918. Πολύ πριν την Κρονστάνδη και τον Μάχνο… Γιατί, για ποια εξωχώρια, offshore κι αταξική Ιδέα, για ποιον Παράδεισο σφαγιάστηκαν, βασανίστηκαν και στερήθηκαν, τόσες και τόσοι, εκατομμύρια σε παγκόσμια κλίμακα. Απληροφόρητοι κατά βάση θεατές της ωμής επιβολής -ενός σωτήριου για τον καπιταλισμό του 20ου αιώνα μοντέλου υπεραξίας- του λενινιστικού κόμματος/διοίκησης. Που καταργούσε όχι μόνο τα σοβιέτ, αλλά την ίδια τη σαρωτική επινοητικότητα της ρωσικής κοινωνίας. Για να περνά ο έλεγχος κι οι αποφάσεις από τους πολλούς σε κάποια αμείλικτη «αριστερή» Γραφειοκρατία; Ή για να γίνει το χρήμα όπως η βία, μονοπώλιο του Κράτους. Ανατολικού είτε δυτικού. Εκτός κι από την ένθεη «σιδερένια ή μη αναγκαιότητα» αυτής της μηχανής (της κρατικής) -σίγουρα απαραίτητη! Κυρίως για τους νεοφιλελέδες, που τη χρειάζονται όσο τίποτα, κι ας λένε -πώς θα κάνουν τις δουλειές τους;
*
(…) Εκείνους τους κρίσιμους καιρούς άλλωστε -έτσι δεν γίνεται συνήθως;- ο ντόπιος ούτε ήξερε ούτε άκουσε για κάποιον Κώστα Παπαϊωάννου ή τον Κορνήλιο Καστοριάδη –«κυνηγημένοι» κι απ΄ τα δυο στρατόπεδα του Εμφυλίου. Αυτά αργήσανε. Το Mataroa σάλπαρε χωρίς λαό. Το «πέραν του Εμφυλίου» σάλπαρε χωρίς τον τραγικό, καθηλωμένο, εν δυνάμει αντάρτη. Γιατί η πλειοψηφία τότε κοιτούσε στην Ανατολή. Ενώ εκείνοι (φεύγοντας) ονειρεύτηκαν την επανάσταση στη Δύση -αν και όχι όλοι…
*
(…) Έτσι, ο σύγχρονος ψηφοφόρος, ιδιαίτερα από μια ηλικία και κάτω, είναι συνήθως ξερά ιδιο-τελής, ούτε δεξιός ούτε αριστερός πια, ψηφίζει βάσει «ψυχολογίας» περισσότερο. Όμως για πρώτη φορά στην ιστορία του γνωρίζει πλέον ευρέως (σύμφωνα με τα πλείστα εκλογικά αποτελέματα και σε Ευρώπη και σε Αγγλία και σε Αμερική) ότι με τόσα ορατά κι αόρατα Διευθυντήρια, ή μάλλον ούτως ή άλλως, ούτε καν εκπροσωπείται ούτε καν αντιπροσωπεύεται πλέον: τίθεται θέμα πολιτεύματος… Μόνο που, κάποιος πρέπει να κάνει και τη δουλειά. Όχι ο ίδιος, βέβαια!
Γι’ αυτό στα κοινοβούλιά του θα υπάρχει πάντοτε μια «αριστερά» και μια ανερχόμενη ακροδεξιά. Ώστε να κερδίζει εν τέλει ο ολοκληρωτισμός του Κέντρου. Έτσι κι αλλιώς, τα τωρινά εξελιγμένα καθεστώτα πολιτεύονται ως μόνιμη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Αυτό είναι το νέο πρόσωπο της «δημοκρατίας» τους.
Τα σύγχρονα κινήματα, από την άλλη (όπως τώρα στη Γαλλία, όπως το θαυμαστό εδώ και δυόμισι δεκαετίες πείραμα -ήξεραν Θουκυδίδη δηλαδή οι αυτόχθονες;- στην περιοχή Τσιάπας του Μεξικού -κι έχει και συνέχεια), ξεσπούν εναντίον της κοινοβουλευτικής αριστεράς και των προσωπείων της. Των «δικαιωμάτων» και των επιμέρους αιτημάτων εν τέλει. Της ιδίας της διαπραγμάτευσης/αναγνώρισης.
Εξακολουθούν να δημιουργούν τα μόνα δημόσια ξέφωτα, τις μόνες, προσωρινές έστω, νησίδες ελευθερίας και δικαιοσύνης -ξαναθέτοτας και ξαναθέτοντας, ηθελημένα κι αθέλητα, το ζήτημα. Εν μέσω της αναπόφευκτης κατ’ αρχήν -και όχι μόνο- καταστροφής.
Πράγματι, οι Place de la Republique θα στεγάζουν σίγουρα μελαγχολικούς -πλειοψηφούν στις κοινωνίες μας-, σίγουρα και καταθλιπτικούς, και τρελούς. Σίγουρα και πολλών λογιών αποκλεισμένους. Καθότι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία στην παρακμάζουσα Δύση «εξισώνεται» οικονομικά και πολιτισμικά: ραγδαία προς τα κάτω. Αναγκαστική η επιδείνωση.
Δύσκολα όμως θα στεγάζουν επαγγελματίες/τυχοδιώκτες της «πολιτικής», που θα πληρώνονται γι’ αυτό. Εκ των πραγμάτων μαθητευόμενους απατεώνες.
*
Κεφάλαιο «Αφορισμοί: με αφορμή τη 17Ν»:
Το 1937 ένας Γερμανός ρώτησε τον Πικάσο για το γνωστό μεγάλο έργο του.
Την Γκερνίκα; του απάντησε. Μα… είναι δικό σας έργο! Δεν το έκανα εγώ.
Βέβαια, η 17Ν δεν ήταν και κανάς Πικάσο. Αλλά ούτε και Εμίλ Ανρί.
Δεν χειρίστηκε παρά λίγη από την περισσή αγριότητα του προηγούμενου αιώνα, τους πολέμους του.
Κι όπως κι οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες. Τα ’βαλε με τα σύμβολα. Ή όπως και οι λενινιστικές, συνήθως, με την εξυγίανση του κράτους.
*
Μόνο που οι «επαναστάσεις» -απ’ ό,τι ξέρουμε- γίνονται επειδή, και όταν, φέρουν το καινούργιο. Όχι το παλαιό. Τι να το κάνεις;
Δεν πα’ να σκοτώνεις εσύ… Να εκτελείς. Δεν έρχονται με το ζόρι.
Γιατί, όπως και κάτι άλλοι απαγορευμένοι καρποί, ωριμάζουν ή παίρνουν φωτιά λόγω ακριβώς του Άλλου. Αυτός σου λείπει.
Αν και καμιά φορά, επειδή αυτό δεν γίνεται, επειδή ίσα ίσα δεν μπορείς να τον έχεις, εκτελείς τον δυνάστη -είναι κοινός;
Ή και απλώς τον Αντίζηλο.
*
Κεφάλαιο «Learning From Athens: Με αφορμή την αθηναϊκή DOCUMENTA 14»:
Καταθλιπτικός λοιπόν, κατά μία έννοια, είναι αυτός που όχι απλώς δεν πιστεύει στις δικές του δυνάμεις, αλλά του λείπει κι η δύναμη, η ώθηση να προστρέξει στον διπλανό του -να αντιδράσουν από κοινού. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό στον πολίτη αυτής της χώρας. Τον ιδρυματοποιημένο. Όχι μόνο λόγω της κυβέρνησής του, αλλά και λόγω της περίπου hikikomori συμπεριφοράς του. Οι άνεργοι πλέον, ως γνωστόν, πουθενά στον κόσμο δεν είναι και τόσο άεργοι. Όχι μόνο στην Ελλάδα των μνημονίων, αλλά παντού. Δραστηριοποιούνται στους «παράλληλους κόσμους» των δικτύων, στην «επαυξημένη» πραγματικότητα, στην σε όλους τους χώρους παρουσία-απουσία. Μέχρι να κλειστεί κανείς στο κουκούλι της Απουσίας.
Δύο λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Μπάμπης Βλάχος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στις δυο πιο ενδιαφέρουσες εν τέλει περιοχές του κέντρου της. Υπήρξε από τους πρώτους που δημιούργησαν κάποτε τα «Εξάρχεια». Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των «Ζήτημα χρόνου» (εκδ. Καστανιώτη, 1997), «Η γοητεία του καπιταλισμού ή περί κρίσεως» (εκδ. Futura, 2011), «Ο ψηφοφόρος της Χρύσης Αυγής» (εκδ. Υπερσιβηρικός, 2013).
Πληροφορίες βιβλίου: «Ομόκεντρα και εφαπτόμενα», συγγραφέας: Βλάχος Μπάμπης, εκδοτικός οίκος: Βιβλιοπέλαγος, τόπος έκδοσης: Αθήνα, έτος έκδοσης: 2019, σελίδες: 118, ISBN: 978-960-7280-55-8.
Επιλογή αποσπασμάτων δημοσίευσης: Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη