Σαν σήμερα, το 1997, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος φιλόσοφος της αυτονομίας, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Γιώργου Ν. Οικονόμου (διδάκτωρα Φιλοσοφίας) ο οποίος μελετά εδώ και δεκαετίες το έργο του φιλοσόφου.
Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη διαποτίζεται από την αξία της αυτονομίας και της αυτόνομης κοινωνίας, η οποία στη σκέψη του έχει ως βασική προϋπόθεση το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας. Προσπάθησε δε σε αρκετά κείμενά του να διευκρινίσει και να απαλλάξει την άμεση δημοκρατία από περιττά ή ξένα στοιχεία και συγχύσεις, αναδεικνύοντας το νόημά της, σεβόμενος όμως την ιστορία της και την έμπρακτη μορφή της. Άμεση δημοκρατία είναι η κυριαρχία του δήμου, με κύριο όργανο τη συνέλευση των πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν όλοι άμεσα στην εξουσία, στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη διαμόρφωση και στην απονομή του δικαίου, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Η συμμετοχή αυτή ορίζει τη βασική αξία της πολιτικής ελευθερίας: κυριαρχία των πολιτών, όχι των πολιτικών, όχι των κομμάτων και των γραφειοκρατικών μηχανισμών· των πολιτών που είναι υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της. Δημοκρατία χωρίς δήμο, χωρίς κυριαρχία όλων των πολιτών είναι αδιανόητη.
Από αυτά συνάγονται ορισμένα βασικά πολιτικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας:
1. Ο δήμος σε αντίθεση προς τους αντιπροσώπους, δηλαδή η απουσία του θεσμού της αντιπροσώπευσης, διότι αυτή παραχωρεί την εξουσία στους «αντιπροσώπους», αφαιρώντας την από την κοινωνία. Όλοι οι πολίτες συμμετέχουν άμεσα αυτοπροσώπως στην εξουσία, με βάση την πολιτική ισότητα.
2. Η αντίθεση του δήμου προς τους δήθεν ειδικούς της πολιτικής. Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη ότι υπάρχουν «ειδικοί», «επιστήμονες», επαγγελματίες των πολιτικών πραγμάτων, δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία, «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας». Άρα, αντίθεση προς τους επαγγελματίες πολιτικούς και τα κόμματα.
3. Η αντίθεση της κοινότητας προς το «κράτος». Η ιδέα μιας μόνιμης γραφειοκρατίας, δηλαδή ενός θεσμού και ενός σώματος διακεκριμένου και χωρισμένου από το σώμα των πολιτών είναι αδιανόητη για τη δημοκρατία. [1] Στο πλαίσιο αυτό τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα ελάχιστη σχέση έχουν με τη δημοκρατία, είναι ολιγαρχικά, φιλελεύθερες ολιγαρχίες.
Αρχές και αξίες της δημοκρατίας
Με βάση αυτά ο συγγραφέας της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας δίνει τις γενικές αρχές μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας. [2] Αυτές είναι οι εξής:
-Η ύπαρξη μιας πραγματικά δημόσιας κοινής σφαίρας, που να ανήκει ουσιαστικά στην κοινότητα, στην οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις και θεσπίζονται οι νόμοι. [3]
-Η επανάκτηση της εξουσίας από την κοινότητα των πολιτών, πράγμα που σημαίνει κατάργηση του πολιτικού σχίσματος ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Αυτό σημαίνει: όχι εκτέλεση των αποφάσεων χωρίς συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων.
-Η κατάργηση της προτεραιότητας της οικονομίας και η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής.
-Η ελεύθερη κυκλοφορία των σημαντικών πληροφοριών για όλη την κοινότητα.
-Η κατάργηση της γραφειοκρατίας και η πιο πλήρης αποκέντρωση των αποφάσεων.
-Η κυριαρχία των καταναλωτών (όχι μονοπώλια ή ολιγοπώλια, καθορισμός των τιμών σε μια πραγματική αγορά, έτσι ώστε οι τιμές να αντιστοιχούν στα κόστη).
-Η αυτο-διεύθυνση των παραγωγών (αυτοδιαχείριση).
-Ο αυτοπεριορισμός της θεσμίζουσας εξουσίας και η πραγματική ανεξαρτησία των εξουσιών: κυβερνητικής, νομοθετικής, δικαστικής, εκτελεστικής.
-Ο έλεγχος της εξουσίας, πλήρης διαφάνεια των πεπραγμένων στον δημόσιο κοινό χώρο, λόγον διδόναι, εύθυνα, ανακλητότητα αξιωματούχων.
Οι αρχές αυτές αποτελούν και τις κύριες αξίες της δημοκρατικής κοινωνίας, οι οποίες δεν μπορούν να νοηθούν μόνο ως θεωρητικές αρχές και διακηρύξεις, αλλά εκφράζονται, εναρκώνονται σε θεσμούς. Τέτοιοι θεσμοί είναι λόγου χάρη οι συνελεύσεις, τα δικαστήρια των πολιτών, η κλήρωση για τα όργανα της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, στις οποίες δεν είναι δυνατόν, ούτε αναγκαίο, να συμμετάσχει όλη η κοινότητα. Έχοντας έτσι ο Καστοριάδης προσδιορίσει τον ορισμό, κάποια χαρακτηριστικά και τις θεμελιώδεις αρχές-αξίες της άμεσης δημοκρατίας, εξετάζει επιπλέον κάποια ιδιαίτερα σχετιζόμενα ζητήματα γύρω από τα οποία κυκλοφορούν πολλές συγχύσεις. Τέτοια είναι το ζήτημα των δημοκρατικών θεσμών και το ζήτημα των δημοκρατικών διαδικασιών.
Δημοκρατικοί θεσμοί και θέσμιση
Κάποιοι υποστηρίζουν πως η άμεση δημοκρατία δεν έχει θεσμούς, όπως λ.χ. η Claudia Moatti, η οποία γράφει πως κατά τον Καστοριάδη «η δημοκρατία δεν μπορεί να καθορισθεί από θεσμούς» και είναι «μια δυναμική διαδικασία». [4] Για να στηρίξει την άποψή της παραπέμπει σε ένα χωρίο του Καστοριάδη, στο οποίο αναφέρεται πως η δημοκρατική κοινωνία «θεσμίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε τα ζητήματα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισονομίας και της ισότητας να μπορούν διαρκώς να επαναπροσδιορίζονται, μέσα στο πλαίσιο της “κανονικής” λειτουργίας της κοινωνίας». [5]
Όμως στο χωρίο αυτό, όπως και σε άλλα, δηλώνεται σαφώς το αντίθετο από αυτό που νομίζει η Claudia Moatti· δηλώνεται, δηλαδή, πως η δημοκρατία θεσμίζεται, δημιουργεί θεσμούς, εντός των οποίων οι πολίτες συζητούν όλα τα ανακύπτοντα προβλήματα ελεύθερα, χωρίς φόβους, περιορισμούς και απαγορεύσεις. Το να παραμένουν ανοικτά και αντικείμενα συζήτησης για όλη την κοινότητα τα ζητήματα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισονομίας και της ισότητας δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν θεσμοί. Αντιθέτως, τα ζητήματα αυτά για να αναδειχθούν και να συζητηθούν χρειάζονται τους δημοκρατικούς θεσμούς και χάρη σε αυτούς αντιμετωπίζονται. [6] Όπως υπάρχει και η αντίθετη περίπτωση, τα ζητήματα αυτά να μη συζητώνται ουσιαστικά, παρά το ότι υπάρχουν θεσμοί (ολιγαρχικοί), κάτι που συμβαίνει στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα. [7]
Ο ίδιος ο Καστοριάδης σε μια συζήτησή του με Γάλλους διανοουμένους, απαντώντας σε μια σχετική ερώτηση διευκρινίζει: «Λέτε, λοιπόν, ότι αποκλείεται κάθε θεσμοποίηση. Εγώ λέω το αντίθετο ακριβώς. Μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία που διαθέτει θεσμούς αυτονομίας, για παράδειγμα άρχοντες […] πρέπει μόνο να είναι ανακλητοί […] πρέπει να εγγράψουμε στο Σύνταγμα την εξής ρήτρα: “Κάθε άρχοντας μπορεί να ανακληθεί από τους εντολείς του”. Και στη δημοκρατική κοινωνία, έτσι όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, θα την εγγράψουμε». [8]
Μια κοινωνία χωρίς θεσμούς και χωρίς εξουσία είναι αδιανόητη, ενώ χωρίς κράτος είναι νοητή -υπήρξε άλλωστε στην Ιστορία.
Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την έννοια του θεσμού και τη θεσμίζουσα κοινωνία πρέπει να θεωρήσουμε την ανάλυση του θεσμού, η οποία στο έργο του Καστοριάδη έχει κεντρική σημασία, σε σημείο που αυτός να μπορεί να καταταγεί στους στοχαστές του θεσμού. Απόδειξη αποτελεί το ότι το μείζον έργο του έχει τίτλο Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Σε αυτό εξετάζει κυρίως τον θεσμό και τη θέσμιση, πράγμα που συνεχίζεται και σε άλλα έργα του. Σε ένα από αυτά γράφει χαρακτηριστικά: «Το ανθρώπινο είδος, ριζικά ανίκανο για τη ζωή, επιβιώνει δημιουργώντας την κοινωνία και τον θεσμό. Ο θεσμός επιτρέπει στην ψυχή να επιβιώσει, επιβάλλοντάς της την κοινωνική μορφή του ατόμου, προτείνοντας και επιβάλλοντας μιαν άλλη πηγή και μιαν άλλη τροπικότητα του νοήματος: την κοινωνική φαντασιακή σημασία, τη διαμεσολαβημένη ταύτιση με αυτήν (με τις αρθρώσεις της), τη δυνατότητα να αναχθούν τα πάντα σε αυτήν». [9]
Πράγματι, η «κοινωνία» δεν είναι μόνο ένα σύνολο πολλών ατόμων, αλλά και θεσμός. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να προσεγγισθεί με ψυχολογικούς όρους, ενώ στη δεύτερη ως φαντασιακή θέσμιση και κοινωνικές φαντασιακές σημασίες. Δηλαδή, μια κοινωνία αποκτά ταυτότητα και αυτοπροσδιορίζεται όχι μόνο από το πλήθος των κοινωνικών υποκειμένων, αλλά από τη συλλογική της συνείδηση: η κοινωνία είναι σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της, έχει θέληση να υπάρχει και να αυτοπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις δικές της φαντασιακές σημασίες. Η δημοκρατική και η αυτόνομη κοινωνία έχει φυσικά τις δικές της σημασίες που της προσιδιάζουν και διατυπώθηκαν συνοπτικώς και ενδεικτικώς στην αρχή.
Τονίζει επίσης ο Καστοριάδης πως είναι παράλογο να μιλάμε για ένα καθεστώς, για μια κοινωνία που αυτοθεσμίζεται, αν δεν υπάρχουν ήδη θεσμισμένες μορφές οι οποίες επιτρέπουν την αυτοθέσμιση. [10]
Φυσικά, ο θεσμός στη δημοκρατική κοινωνία εννοείται με την έννοια της δημιουργίας από τα κάτω, δηλαδή ως θεσμός μετά από κοινωνική συνεύρεση, διαβούλευση και συνεργασία. Άρα δεν σημαίνει γραφειοκρατική δομή, αλλά μια οργανωμένη επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική που επιτρέπει συλλογικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Εάν αυτό αποδοθεί με τον όρο θεσμισμένη κοινωνία, τότε αυτή δεν υποτάσσει τη θεσμίζουσα κοινωνία, δηλαδή οι θεσμοί, οι νόμοι, η λειτουργία και η δυναμική της δημοκρατικής κοινωνίας δεν επιτρέπουν την υποταγή της θεσμίζουσας στη θεσμισμένη κοινωνία, δεν επιτρέπουν τη γραφειοκρατικοποίησή της. Εδώ συναντάμε τη βασική σύλληψη του Καστοριάδη για το κοινωνικο-ιστορικό, το οποίο «συνίσταται στην ένωση και στην ένταση ανάμεσα στη θεσμισμένη κοινωνία και τη θεσμίζουσα κοινωνία, ανάμεσα στην ιστορία ως τετελεσμένα γεγονότα και την ιστορία εν τω γίγνεσθαι». [11]
Η βασική αρχή της δημοκρατίας πραγματοποιείται όταν η κοινωνία έχει τη δυνατότητα να εκφρασθεί και να πράξει. Αυτό γίνεται μόνο μέσα από θεσμούς. Η κοινωνία δεν μπορεί να παράσχει στον εαυτό της οτιδήποτε παρά μόνο μέσα από θεσμούς. Τέτοιοι θεσμοί σήμερα δεν υπάρχουν. η γραφειοκρατία, το κράτος, τα κόμματα, οι εκλογές, οι αντιπρόσωποι και τα κοινοβούλια δεν επιτρέπουν στην κοινωνία να εκφρασθεί και να συμμετάσχει. Αντιθέτως, οι πιο πάνω θεσμοί αλλοτριώνουν, εμποδίζουν, αλλοιώνουν τη βούλησή της, είναι θεσμοί του ολιγαρχικού και καπιταλιστικού συστήματος και εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντά τους. Μόνο μέσα στους θεσμούς που θα ιδρύσει η ίδια η κοινωνία θα μπορέσει αυτή να ενημερωθεί και να πληροφορηθεί ουσιαστικά, να συζητήσει, να εκφρασθεί, να διαβουλευθεί, να λάβει αποφάσεις, να γίνει δηλαδή υπεύθυνη, να αναλάβει τις ευθύνες της. Η δημοκρατία είναι το καθεστώς της ρητής και διαυγασμένης συλλογικής αυτοθέσμισης. [12]
Δημοκρατικό καθεστώς και διαδικασίες
Εάν δεν υπάρχουν θεσμοί και αξίες, σημαίνει πως μόνο οι διαδικασίες έχουν σημασία. Κάποιοι μάλιστα νομίζουν, όπως η Moatti, πως η άμεση δημοκρατία είναι μόνο διαδικασία, ένας τρόπος για τη λήψη αποφάσεων. Επίσης αρκετοί φιλελεύθεροι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η δημοκρατία δεν πρέπει να έχει θεμελιώδεις αξίες τις οποίες να επιβάλλει, αλλά είναι μια διαδικασία για να λαμβάνονται αποφάσεις, με σεβασμό κάποιων στοιχειωδών δικαιωμάτων. Ο Schumpeter λόγου χάρη δεν προτείνει καμία αξία, κανένα σκοπό, ούτε συλλογική πολιτική συμμετοχή, ούτε πολιτική ελευθερία και ισότητα. Ορίζει τη δημοκρατία ως μια μέθοδο, μια διαδικασία που αποβλέπει στην εξασφάλιση ισχυρής κυβέρνησης που να έχει κύρος. [13]
Ποια είναι η μέθοδος, η διαδικασία που ονομάζεται «δημοκρατική» από τον Schumpeter και τους υποστηρικτές του αντιπροσωπευτικού καθεστώτος; Οι εκλογές, τα κόμματα και η αντιπροσώπευση. Όμως και τα τρία αυτά είναι χαρακτηριστικά της ολιγαρχίας. Πράγματι, οι αρχαίοι αλλά και κάποιοι νεότεροι στοχαστές γνώριζαν πολύ καλά πως οι εκλογές είναι ίδιον της ολιγαρχίας και της αριστοκρατίας, διότι με αυτές παραχωρείται η εξουσία στους ολίγους, οι οποίοι κυβερνούν ανεξέλεγκτα ενώ οι υπόλοιποι εκτελούν. Επίσης, τα κόμματα σημαίνουν επαγγελματοποίηση του πολιτικού βίου, υποκατάσταση του κοινωνικού πλήθους και γραφειοκρατικοποίηση, πράγματα που είναι ξένα με τη δημοκρατία. Όσον αφορά στην αντιπροσώπευση, αναφέρθηκα σε αυτή στην αρχή.
Με αυτή τη μέθοδο οι φιλελεύθεροι επέβαλαν μια διαδικασιακή αντίληψη που αφαιρεί από το καθεστώς το περιεχόμενο και τις αξίες, αυτά δηλαδή που δίνουν λόγο ύπαρξης στις διαδικασίες και τις κάνουν δυνατές. Προκύπτει έτσι μια εικόνα της «δημοκρατίας» που είναι απονευρωμένη από ουσιώδη χαρακτηριστικά, αξίες και περιεχόμενα· σε αυτό το πλαίσιο, η δημοκρατία λαμβάνει εν τέλει τη μορφή της διαδικασιοκρατίας, της ολιγαρχίας, της γραφειοκρατίας και της ετερονομίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εργαλειακή και τεχνοκρατική αντίληψη.
Η εικόνα αυτή της «δημοκρατίας» υπάρχει και στον Anthony Giddens: «η επιστημολογική άποψη περί δημοκρατίας βεβαιώνει την ύπαρξη μιας γενικής βούλησης και προϋποθέτει ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να την υλοποιήσουν…». [14] Αυτή εκφράζεται και από τον Jürgen Habermas. Αμφότεροι, όταν λένε «δημοκρατία», εννοούν το αντιπροσωπευτικό καθεστώς, όπως ο Schumpeter. Η άποψη αυτή παραπέμπει σε έναν ανθρωπολογικό τύπο ο οποίος φέρει εντός του αξιωματικώς (φύσει, εκ γενετής) μια εγγενή ικανότητα να κρίνει και να αποφασίζει, χωρίς την παρέμβαση μιας ουσιαστικής παιδείας. Αυτή η οπτική, σημειώνει ο Καστοριάδης, προϋποθέτει μια ανθρωπολογική μεταφυσική. [15] Αντιθέτως, στη δημοκρατία η «γενική βούληση», η βούληση του πλήθους, του δήμου, δεν προϋπάρχει, δημιουργείται με τη συμμετοχή και τη διαβούλευση, την πρωτοβουλία και τον αγώνα, τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις, συνεπώς δεν είναι ανεξάρτητη από τους δημοκρατικούς θεσμούς, την αυτο-διαμόρφωση και την αυτο-μόρφωση του πολιτικού υποκειμένου. [16]
Ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στο διαδικασιακό μοντέλο του Schumpeter, του Habermas και των φιλελευθέρων και αντιπαραθέτει σε αυτό την άμεση δημοκρατία.
Αυτή βασίζεται στη συμμετοχή όλων των ατόμων σε όλες τις μορφές εξουσίας και αποβλέπει στην πραγματοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας και αυτονομίας· στοχεύει δηλαδή στην ίδρυση θεσμών που ευνοούν και επιτρέπουν την ανθρώπινη αυτονομία. [17] Κυρίως όμως αποβλέπει στη δημιουργία πολιτών ικανών να επιθυμούν και να ενδιαφέρονται για την ύπαρξη της δημοκρατίας, τη στερέωσή της και τη συνέχισή της. Αυτά αναπτύσσονται στον βαθμό που όλοι οι πολίτες συμμετέχουν ουσιαστικώς στους θεσμούς, στις υποθέσεις της κοινότητας, ασκούν άμεσα την εξουσία και τον έλεγχό της – ασκούν πολιτική, με την αληθή σημασία του όρου. Η δημοκρατία δεν είναι δυνατή δίχως τη συμμετοχή, τον αγώνα, την αυτοεκπαίδευση των ατόμων, την επαγρύπνηση, την εγρήγορση, δίχως τη θέληση, το πάθος των πολιτών για τις κοινές υποθέσεις, για το κοινό αγαθό, δίχως την αυτοδιεύθυνση, τις πρωτοβουλίες, τη δημιουργικότητα, τη συλλογική ευθύνη – δηλαδή η δημοκρατία είναι ένα κοινωνικό πολιτικό πρόταγμα. Ακόμα και αν υποθέσουμε πως η άμεση δημοκρατία εισάγεται από κάποιον ηγέτη ή κάποιο κόμμα, δεν θα μπορέσει να διαρκέσει παρά μόνο μερικά χρόνια, αν δεν μπορέσει να δημιουργήσει άτομα τα οποία θα είναι ικανά να την κάνουν να λειτουργήσει και να διατηρηθεί.
«Η ιδέα ότι ένα δημοκρατικό καθεστώς θα μπορούσε να παραλάβει από την ιστορία, ready made, δημοκρατικά άτομα που θα το έκαναν να λειτουργήσει, αποτελεί πλάνη. Τέτοιου είδους άτομα μπορούν να διαπλαστούν μονάχα μέσα σε δημοκρατική παιδεία και μέσω αυτής». [18]
Η δημοκρατική παιδεία αποκτάται μόνο μέσω της άμεσης συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες και στους δημοκρατικούς θεσμούς και διαμορφώνει δημοκρατικά άτομα. [19] Ο αναγκαίος όρος ύπαρξης της δημοκρατίας, ας το επαναλάβω, είναι η ύπαρξη δημοκρατικών, ελεύθερων και αυτόνομων ατόμων, τα οποία με τη σειρά τους είναι ικανά να διατηρήσουν την ατομική και συλλογική αυτονομία. Αυτά συνιστούν τον δημοκρατικό ανθρωπολογικό τύπο. Και εδώ βρίσκεται ο ρόλος της δημοκρατικής πολιτικής και θέσμισης: έχει ως βασική επιδίωξη όχι την προστασία της ατομικότητας των υποκειμένων (ατομική ελευθερία, αρνητική ελευθερία) στα πλαίσια ενός αξιολογικώς ουδέτερου πολιτικού καθεστώτος, αλλά την ωρίμανσή τους ως πολιτικών υποκειμένων με βάση μια παιδαγωγική πολιτική διαδικασία, η οποία στηρίζεται στη συμμετοχή τους στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων και στην όλη εξουσία, μέσω θεσμών που επιτρέπουν και κάνουν δυνατή αυτή τη συμμετοχή· έχει δε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια της πολιτικής αρετής και της πολιτικής ικανότητας, την ανάπτυξη της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, την επιδίωξη της ισότητας και του κοινού αγαθού.
Ο Καστοριάδης το εκφράζει ως εξής: «Οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι μέρος, σημαντικό βέβαια, αλλά μονάχα μέρος, ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Και πρέπει αυτές να είναι γνήσια δημοκρατικές, στο ίδιο τους το πνεύμα. Στο πρώτο καθεστώς που, παρ’ όλα ταύτα, μπορεί να ονομαστεί δημοκρατικό, στο καθεστώς της αρχαίας Αθήνας αυτές [οι διαδικασίες] θεσπίσθηκαν όχι ως απλό «μέσο» αλλά ως στιγμή ενσάρκωσης και διευκόλυνσης των πορειών που το υλοποιούσαν [το καθεστώς]. Το εκ περιτροπής αξίωμα, η κλήρωση, η απόφαση μετά από διαβούλευση ολόκληρου του πολιτικού σώματος, οι εκλογές των αρχόντων [με ανακλητότητα], τα δικαστήρια του δήμου δεν βασίζονταν μόνο σε μία αρχή περί της ίσης ικανότητας όλων να αναλάβουν δημόσια καθήκοντα. Ήταν τα στοιχεία της παιδαγωγικής πολιτικής διαδικασίας, της ενεργητικής παιδείας, που στόχο της είχε να εξασκήσει, και συνεπώς να αναπτύξει σε όλους, τις αντίστοιχες ικανότητες, κάνοντας έτσι όσο γίνεται περισσότερο πραγματικότητα την αρχή της πολιτικής ισότητας». [20]
Με άλλα λόγια, η ενεργός συμμετοχή στις διαδικασίες και τους θεσμούς αποτελεί το σχολείο και το πανεπιστήμιο της δημοκρατίας.
Οι διαδικασίες δεν είναι ουδέτερες, είναι αρρήκτως συνδεδεμένες εξ αρχής με τους σκοπούς, τα προτάγματα και τις αξίες μιας πολιτικής κοινωνίας· είναι μέρη των κεντρικών φαντασιακών σημασιών της, θεσμισμένες όχι ως απλά «μέσα», αλλά ως ενσάρκωση των σημασιών της. Αυτό που δίνει συνοχή στους θεσμούς και στο καθεστώς είναι το ότι ενσαρκώνουν κάθε φορά ένα μάγμα κοινωνικών φαντασιακών σημασιών. Δεν υπήρξε ποτέ και δεν υπάρχει κοινωνία καθαρά διαδικασιακή ή λειτουργική. Οι διαδικασίες και οι θεσμοί δεν υπάρχουν στο κενό, δεν υφίστανται ανεξάρτητα οι μεν από τους δε, είναι δημιουργίες κοινωνικο-ιστορικές, βυθισμένες πάντοτε σε αξίες και δεδομένους προσανατολισμούς που ενσαρκώνουν τους κύριους και κυρίαρχους σκοπούς των κοινωνιών και των μελών τους. Παράδειγμα, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, οι οποίες προσφέρονται ως δήθεν ουδέτερες, αλλά εργαλειοποιούνται από το σύστημα για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ισχυρών οικονομικών και κομματικών ελίτ. Η αντίληψη που υποστηρίζει ότι οι διαδικασίες είναι ουδέτερες και αμερόληπτες είναι υποχείρια της φιλελεύθερης ιδεολογίας. [21]
Ο Καστοριάδης τονίζει πως η δημοκρατία είναι ταυτοχρόνως διαδικασίες και καθεστώς.
Σε ένα χαρακτηριστικό χωρίο αναφέρει τα εξής: «Η ιδέα της δημοκρατίας ως διαδικασίας δεν σημαίνει τίποτε, εφ’ όσον η ίδια αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να υπάρξει ως δημοκρατική διαδικασία, αν δεν υπάρχουν οι θεσμικοί μηχανισμοί-διατάξεις που επιτρέπουν στη δημοκρατία να υπάρξει ως καθεστώς». [22] Οι διαδικασίες εξαρτώνται πάντα από την ύπαρξη ενός ενεργού δημοκρατικού σκοπού και περιεχομένου, με βάση τα οποία διαμορφώνονται τα άτομα για να τα εφαρμόσουν και να τα διατηρήσουν. Χωρίς ευρύτερες δημοκρατικές αξίες ως περιεχόμενο του κοινού αγαθού, η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει δημοκρατικά, όσο και αν εξωτερικά τηρεί κάποιες διαδικασίες. Η διαμόρφωση ελεύθερων και αυτόνομων ατόμων περιλαμβάνει και την πολιτισμική δημιουργία, τη «δημοκρατική κουλτούρα». Διότι τα άτομα διαμορφώνονται ή κατασκευάζονται από την εκάστοτε θέσμιση της κοινωνίας και τις σημασίες της, από τις αξίες, τις νόρμες και τους προσανατολισμούς της. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρξουν πραγματικές δημοκρατικές διαδικασίες, χωρίς ένα πλαίσιο δημοκρατικών σημασιών, αξιών και σκοπών, χωρίς δηλαδή δημοκρατική παιδεία. Ο Καστοριάδης διευκρινίζει πως «μια αυτόνομη κοινωνία δεν συνεπάγεται μόνο την αυτοδιαχείριση, την αυτοκυβέρνηση, τη ρητή αυτοθέσμιση. Συνεπάγεται μιαν άλλη κουλτούρα, με τη βαθύτερη σημασία της λέξης. Συνεπάγεται έναν άλλον τρόπο ζωής, άλλες ανάγκες, άλλους προσανατολισμούς της ανθρώπινης ζωής». [23]
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άλλοι προσανατολισμοί; Ή διαφορετικά: γιατί θέλουμε την άμεση δημοκρατία, την αυτονομία; Η απάντηση είναι ότι τη θέλουμε όχι μόνο γι’ αυτήν την ίδια – εάν ίσχυε αυτό θα ήταν τυπική υπόθεση, καντιανός φορμαλισμός. Τη θέλουμε για να μπορέσουμε να κάνουμε και άλλα πράγματα, να πραγματώσουμε άλλα περιεχόμενα και «ουσιαστικές αξίες». Η δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά και μέσον για άλλους σκοπούς, για άλλες κατακτήσεις. Ο Καστοριάδης αντιτείνει μια «περιεχομενική θεώρηση» της δημοκρατίας σε όσους πιστεύουν στις αξιολογικώς ουδέτερες τυπικές διαδικασίες – προτείνει δηλαδή τη δημοκρατία ως καθεστώς που ενσαρκώνει και εφαρμόζει συγκεκριμένες αξίες και όχι απλώς διαδικασίες. Πιστεύει πως η αξιολογικώς ουδέτερη τυπική διαδικασία αποτελεί σχετικισμό και κίνδυνο εμφανίσεως μορφών ολοκληρωτισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, Αθήνα, 1995: Ύψιλον, σ. 189-192.
2. Cornelius Castoriadis, Fait et à faire, Παρίσι, 1997: Seuil, σ. 74.
3. Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό των σημερινών φιλελεύθερων ολιγαρχιών. Η δημόσια σφαίρα δεν είναι κοινή, αλλά «ιδιωτική», ανήκει στις κομματικές, οικονομικές, μιντιακές και γραφειοκρατικές ελίτ, όχι στην κοινωνία.
4. Claudia Moatti, στο Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα Γ΄, Αθήνα, 2011: Κριτική, σ. 38-39. Γράφει: «Η δημοκρατία, χωρίς να μπορεί να περιορισθεί σε ένα νομικό ορισμό, παρουσιάζεται ως μια δυναμική διαδικασία, την οποία χαρακτηρίζει το ήθος, “ένα θεσμίζον συλλογικό φαντασιακό”, μια επαναστατική πνευματική στάση που εμψυχώνει τον λαό και ενισχύει τη δύναμή του». Επίσης, ο νεο-μαρξιστής John Holloway είναι εναντίον των θεσμών και της θέσμισης, διότι κατά τη γνώμη του αυτή 1. καταλήγει σε γραφειοκρατία, 2. είναι προβολή του παρόντος στο μέλλον, και 3. δεν λειτουργεί (John Holloway, Διάλογος για τις κοινωνικές εξεγέρσεις, Αθήνα, 2012: Σαββάλας, σ. 22-26· βλ. επίσης το βιβλίο του Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, Αθήνα, 2006: Σαββάλας, ιδίως σ. 467-468). Οι απόψεις αυτές του Χόλογουεη δεν στέκουν, διότι: 1. Η θέσμιση δεν καταλήγει πάντοτε σε γραφειοκρατία, όπως φαίνεται στις αρχαιοελληνικές πόλεις και δη στις δημοκρατικές. 2. Η προβολή του παρόντος στο μέλλον δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικό στοιχείο, αφού στη δημοκρατία δεν σημαίνει επιβολή του παρόντος στο μέλλον. Η θέσμιση μπορεί να αλλάξει, διότι η δημοκρατία είναι μια διαρκής ρητή αυτοθέσμιση, δηλαδή ενσυνείδητη συλλογική αλλαγή των θεσμών. Και 3. κάποιοι θεσμοί ανταποκρίνονται σε κάποιες ανάγκες της δημοκρατικής κοινωνίας, και είναι σε ισχύ μέχρι να αποδειχθεί η μη λειτουργικότητά τους (λ.χ. ο οστρακισμός στην αρχαία δημοκρατία, που καταργήθηκε από τον δήμο όταν πια δεν
λειτουργούσε ουσιαστικά).
5. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα, 2000: Ύψιλον, σ. 195.
6. Ό.π., σ. 267.
7. Στο κείμενό της η Moatti έχει και άλλα συζητήσιμα σημεία, όπως λόγου χάρη όταν αποκαλεί την Αθήνα «κράτος», κάτι που δεν είναι σωστό ιστορικώς και θεσμικώς, ούτε άλλωστε ο Καστοριάδης την αποκαλεί έτσι. Η Αθήνα δεν ήταν κράτος με τη σημερινή έννοια ούτε με την αρχαία βαβυλωνιακή και αιγυπτιακή, δηλαδή δεν είχε χωριστή από την κοινωνία γραφειοκρατία που διοικούσε και κυριαρχούσε.
8. Κορνήλιος Καστοριάδης, Δημοκρατία και σχετικισμός, Αθήνα, 2015: Στάσει Εκπίπτοντες, σ. 96-97. Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Αθήνα, 1990: Ύψιλον, σ. 90. Επίσης ιδίου, Le monde morcelé, Παρίσι, 1990: Seuil, σ. 138.
9. Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, ό.π., σ. 275.
10. Καστοριάδης, Δημοκρατία και σχετικισμός, ό.π., σ. 86.
11. Τα ερωτήματα που εγείρονται εδώ (πώς αναδύεται η θεσμίζουσα κοινωνία και πώς προβαίνει σε αυτοθέσμιση;) υπερβαίνουν τα όρια-πλαίσια της θεωρίας και μπορούν να αντιμετωπισθούν στο πεδίο της ιστορικής δημιουργίας, της κοινωνικής και πολιτικής πρακτικής.
12. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, ό.π., σ. 267.
13. Joseph A. Schumpeter, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία, Αθήνα, 2006: Παπαζήσης.
14. Anthony Giddens, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, Αθήνα, 1999: Πόλις, σ. 181.
15. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, ό.π., σ. 275-276.
16. Ο Ρουσσώ, ο εισηγητής του όρου «γενική βούληση», είναι σαφής επί του θέματος: «Όταν ένας λαός διαβουλεύεται, αφού ενημερωθεί ικανοποιητικά για τα ζητήματά του και χωρίς οι πολίτες να έχουν προηγουμένως συνεννοηθεί μεταξύ τους, τότε από τον μεγάλο αριθμό των μικρών διαφορών θα προκύπτει πάντα η γενική βούληση». Βλ. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, Αθήνα, 2004: Πόλις, σ. 78.
17. Castoriadis, Le monde morcelé, ό.π., σ. 138.
18. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, ό.π., σ. 279.
19. Κορνήλιος Καστοριάδης, «Παιδεία και δημοκρατία», στον τόμο Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, Αθήνα, 1993: Ύψιλον.
20. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, ό.π., σ. 279.
21. Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, Αθήνα, 1992: Ύψιλον, σ. 152-156.
22. Καστοριάδης, Δημοκρατία και σχετικισμός, σ. 88. Στις πλατείες το 2011, όταν ήλθε στο προσκήνιο η άμεση δημοκρατία, ακούσθηκε πολύ ο όρος «αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες». Χρησιμοποιήθηκε και σε ποικίλες άλλες περιπτώσεις από αριστερά κόμματα και σοσιαλιστικές οργανώσεις, από εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, συνεταιριστικές οργανώσεις και αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, ακόμα και από αναρχικές ομάδες. Στα εγχειρήματα αυτά χρησιμοποιούνται και οι ορολογίες «άμεση δημοκρατία», «αμεσοδημοκρατικά εγχειρήματα», «λειτουργούμε αμεσοδημοκρατικά». Πρόκειται για λανθασμένη χρήση ορολογίας, οφειλόμενη σε συγχύσεις γύρω από την έννοια της δημοκρατίας. Παρακάμπτεται το ζήτημα της δημοκρατίας ως καθεστώτος με αρχές, αξίες, θεσμούς και επικρατεί η διαδικασιακή-εργαλειακή αντίληψη που αφαιρεί από την άμεση δημοκρατία το περιεχόμενο, τους σκοπούς και τη μορφή διακυβέρνησης.
23. Κορνήλιος Καστοριάδης, Daniel Cohn-Bendit, Από την οικολογία στην αυτονομία, Αθήνα, 1981: Ράππα, σ. 38.