Χρήστος Μαντούδης
Πολύς λόγος έχει γίνει τον τελευταίο χρόνο για την “επιτυχία” της Ελλάδας να αφήσει πίσω της μια περίοδο ακραίας λιτότητας που τη στιγμάτισε κατά την κρίση. Η εποχή Σύριζα χαρακτηρίστηκε, ιδίως εκτός συνόρων, ως ένα success story ικανό να επιτρέψει την απρόσκοπτη ανάπτυξη της χώρας σε προ-μνημονιακές εποχές. Ωστόσο, το εκλογικό σώμα (ή καλύτερα μια μειοψηφία αυτού) δεν πείστηκε και επανάφερε στην εξουσία την κεντροδεξιά παράταξη, παρά τη συγκινητική προσπάθεια του Σύριζα να καλλιεργήσει την άποψη πως όλα βαίνουν καλώς. Έχοντας ήδη διανύσει τους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης, αυτό που γίνεται ευκόλως διακριτό είναι ότι ρεαλιστικό πλάνο οικονομικής ανάπτυξης και εξομάλυνσης των κοινωνικών συνεπειών της μνημονιακής εποχής αγνοείται, πράγμα που αναπόφευκτα γεννά το ερώτημα του κατά πόσο πραγματικά έχει εξέλθει η Ελλάδα από την εποχή της λιτότητας. Κατά πόσο έχουμε, κοινώς, ξεμπερδέψει με τα μνημόνια και γιατί συνεχίζουμε να βιώνουμε την ίδια κοινωνική και οικονομική στατικότητα, αν όχι παρακμή;
Παρατηρώντας τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2011 και έπειτα, γίνεται αντιληπτό ότι περισσότερο τα κράτη-μέλη της ΕΕ (και ιδιαίτερα αυτά της ευρωζώνης) έχουν εισέλθει σε μια μόνιμη κατάσταση προσαρμογής των οικονομικών τους πολιτικών, μέσω σκληρής επιτήρησης από την ΕΕ, παρά η Ελλάδα κατάφερε την πολυπόθητη έξοδο από την οικονομική εποπτεία. Απαραίτητο θεωρητικό εργαλείο για την κατανόηση αυτής της θεσμικής μετάλλαξης είναι η έννοια του κράτους έκτακτης ανάγκης ή πολιτικής της εξαίρεσης που αποτέλεσε τον κανόνα παραγωγής πολιτικής κατά την κρίση της Ευρωζώνης. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να αναδείξει πώς τα ακραία, πλην προσωρινά, μέτρα που πάρθηκαν με γνώμονα τη λογική της εξαίρεσης για τη ‘διάσωση’ των υπερχρεωμένων κρατών-μελών, έχουν μετατραπεί σε μια μόνιμη, θεσμοποιημένη μετα-μνημονιακή κανονικότητα για όλα τα κράτη της ευρωζώνης. Πεδία ανάλυσης θα αποτελέσουν κατά κύριο λόγο ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM/ΕΜΣ) και η Δημοσιονομική Συνθήκη (ΣΣΣΔ/Fiscal Compact).
Θεσμικές μεταρρυθμίσεις του Κοινοτικού οικονομικού πλαισίου
Ήδη από το 2010 βρισκόμενες στη δίνη μιας έντονης πολιτικής ανισορροπίας ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα αιτήθηκαν οικονομικής στήριξης. Το 2011 στο πλαίσιο της δεύτερης χρηματοδότησης του ελληνικού ‘προγράμματος διασωσης’ ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόζο, υποστήριζε ότι «αυτά είναι ασυνήθιστα μέτρα για ασυνήθιστες καταστάσεις…Η Ευρώπη δεν πρέπει να ξαναβρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση»[1]. Η σχεδόν προφητική του τοποθέτηση σκιαγραφούσε τη στρατηγική διαχείρισης της κρίσης της Ένωσης που αντικαθιστούσε το νομικίστικο μοντέλο λήψης αποφάσεων, με διαδικασίες πολιτικής αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας, εις βάρος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της αρχής της νομιμότητας.
EFSM/EFSF (2011)
Με αφορμή την οικονομική κατάρρευση των πιο αδύναμων κρατών της Ευρωζώνης, δημιουργήθηκαν διακρατικά δύο νέα οικονομικά όργανα: ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSM) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). O χαρακτήρας των μηχανισμών ήταν προσωρινός, ενώ η θέσπισή τους ως διακρατικές συμφωνίες υπερπηδούσε τις προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες. Η νομική βάση τους εξέπιπτε του πλαισίου των Συνθηκών, καθώς συγκροτήθηκαν υπό νομικό καθεστώς Λουξεμβούργου. Σκοπός των EFSM[2] και EFSF[3] ήταν να παρέχουν δανειακή στήριξη στα κράτη-μέλη που βίωναν οικονομική ασφυξία με τη μορφή ομολόγων. Ο πρώτος θα παρείχε την απαιτούμενη ρευστότητα στα αιτούντα κράτη-μέλη θέτοντας αυστηρές προϋποθέσεις για ριζικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μέσω μνημονίων συνεργασίας. Παράλληλα, ο δεύτερος μηχανισμός θα λειτουργούσε ως εγγυητής αποπληρωμής των δανείων με ένα αντισταθμιστικό κεφάλαιο της τάξης των 440δις ευρώ.
Η λογική των μηχανισμών, ωστόσο, παραβίαζε μια θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, αυτή της “ρήτρας μη διάσωσης/ no bail-out clause” που εντοπίζεται στο άρθρο 125(1)[4]. Επιπλέον, παρά τις ρητές νομικές απαγορεύσεις, ο EFSF επέτρεψε τη διάσωση και (ανα)κεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών δευτερογενών αγορών, όπως οι τράπεζες. Τόσο ο EFSM όσο και ο EFSF στάθηκαν καθοριστικοί στη διάσωση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, συνεπικουρούμενοι από το ΔΝΤ και τα τεχνοκρατικά κλιμάκια της Κομισιόν. Πάρα τις καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για το ευρύτερο μέρος του πληθυσμού των χωρών που εφάρμοσαν τις επιβληθείσες μεταρρυθμίσεις ως προαπαιτούμενα των πακέτων διάσωσης, αμφότεροι μηχανισμοί χαρακτηρίστηκαν ως απόλυτα επιτυχείς από το συμβατικό κομματικό και μιντιακό σύστημα, πράγμα που άνοιξε τον δρόμο για την εγκαθίδρυση ενός νέου μόνιμου οικονομικού οργάνου, τον μετέπειτα ESM. Για να καταστεί δυνατή η δημιουργία του ESM έπρεπε να συντελεστούν ορισμένοι δομικοί μετασχηματισμοί του Κοινοτικού νομικού πλαισίου σχετιζόμενοι με τις δικαιοδοσίες της Ένωσης στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν το 2013 με τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΣΣΣΔ) ή πιο απλά Δημοσιονομική Συνθήκη, σε ένα περιβάλλον οικονομικής τρομοκρατίας και καταστροφολογίας καλλιεργούμενο από τη ρητορική της επιβίωσης και της έκτακτης ανάγκης.
Η Δημοσιονομική Συνθήκη (Fiscal Compact– 2012/13)
Όπως τόνισε ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής επιτροπής Herman Van Rompuy η Δημοσιονομική Συνθήκη ήταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποφυγής ασύμμετρων διαταραχών και τη διασφάλιση μιας βιώσιμης διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, ώστε να προληφθεί μια νέα κρίση δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη. Η ΣΣΣΔ[5] αποτελεί τη συνέχεια του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης[6] (ΣΣΑ/Stability and Growth Pact) που αποτελούσε κομμάτι της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Σκοπός της Συνθήκης ήταν η επιβολή μιας αυστηρότερης δημοσιονομικής πειθαρχίας, μέσω συγκεκριμένων κανόνων που θα εγγυόνται τη μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα των κρατών-μελών και κατά συνέπεια της Ευρωζώνης.
Πιο συγκεκριμένα, η Δημοσιονομική Συνθήκη θέτει τις βάσεις για ισορροπημένους ή πλεονασματικούς κρατικούς προϋπολογισμούς προστάζοντας ότι το πρωτογενές έλλειμα δεν υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ σε αντίθεση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ[7] που όριζε το 3% ως το ανώτατο όριο ελλείματος. Επιπλέον, παραμένει το 60% ως ανώτατο όριο του υπάρχοντος χρέους, ενώ όσα κράτη-μέλη το υπερβαίνουν υποχρεούνται να εφαρμόσουν πολιτικές απομείωσής του με ετήσιο ρυθμό 1/20, έως ότου φτάσει τα επιθυμητά όρια. Αν και η παραπάνω διάταξη προϋπήρχε, η Συνθήκη τονίζει ότι τα κράτη-μέλη καλούνται να απέχουν από την εφαρμογή πολιτικών που θα διακυβεύουν τους στόχους ελλείμματος. Σε περίπτωση αποκλίσεων προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων από την αυτόματη ενεργοποίηση δύο μηχανισμών (κατασταλτικού και προληπτικού βραχίωνα), οι οποίοι αποκτούν υποχρεωτική νομική ισχύ μέσα από τις απαραίτητες τροποποιήσεις των εθνικών συνταγμάτων. Εν ολίγοις, η Συνθήκη επιτρέπει στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές που σχετίζονται με τη φορολογία, την κοινωνική ασφάλιση, την υγεία, την παιδεία, τα εργασιακά δικαιώματα και τον καθορισμό των μισθών, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ελλάδας κατά την κρίση. Πολιτικές που ορίζονταν αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο, έγιναν αντικείμενο στρέβλωσης από τους Θεσμούς κλονίζοντας την ήδη περιορισμένη πολιτική κυριαρχία των μελών της Ένωσης.
Αυτό που χρίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η λογική υλοποίησης της Συνθήκης. Δεδομένου του ότι η “ελληνική κρίση” ήταν και παραμένει μια κρίση δημοσίου χρέους μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι η παρούσα οικονομική κανονικότητα της ΕΕ είναι παράγωγο αυτής. Ορμώμενες λοιπόν από την κρίση δημοσίου χρέους ενός εκ των κρατών-μελών, η ηγεσία της ΕΕ με την καθοριστική συμβολή της Γερμανίας, εισήγαγαν μια σκληρή γραμμή δημοσιονομικής προσαρμογής για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (και όσα εθελοντικά επικυρώνουν τη Συνθήκη) που περιορίζει σημαντικά το κοινωνικό κράτος και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Η «εξαιρετική περίπτωση» της ελληνικής κρίσης και ο τρόπος προσέγγισής της (παρότι το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι ήταν εντελώς αποτυχημένη) αποτέλεσε την αφορμή για την επιβολή μιας αυξημένης οικονομικής επιτήρησης που αντί να λύνει τις αδυναμίες του προγενέστερου Συμφώνου φαίνεται να τις επιτείνει.
Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM)
Στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον ad hoc χαρακτήρα των μέτρων έκτακτης ανάγκης που εφαρμόστηκαν από τον EFSF και EFSM, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρότεινε την ίδρυση ενός μόνιμου θεσμικού οργάνου για την παροχή βοήθειας σε κράτη-μέλη υπό οικονομική δυσχέρεια. Η δημιουργία του συζητιόταν ήδη από τις συνεδριάσεις του Eurogroup το 2010, ωστόσο για την υλοποίησή του έπρεπε να ξεπεραστούν ορισμένοι νομικοί σκόπελοι. Η Δημοσιονομική Συνθήκη αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο για τον σχηματισμό του ΕΜΣ[8], μιας και επέκτεινε σημαντικά τις πολιτικές δικαιοδοσίες της ένωσης στα δημόσια οικονομικά κάθε κράτους-μέλους. Ακολούθησε η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισσαβώνας και συγκεκριμένα του άρθρου 136, στο οποίο προστέθηκε μια καινούρια (3η) παράγραφος που ουσιαστικά ακυρώνει τη ρήτρα μη διάσωσης, επιτρέποντας στους Θεσμούς να διασώζουν υπερχρεωμένα κράτη-μέλη υπό σκληρούς μεταρρυθμιστικούς όρους. Νομιμοποιούμενες απ’ τη ρητορική της έκτακτης ανάγκης και της επιβίωσης του Κοινοτικού οικονομικού στερεώματος, οι απαραίτητες νομικές μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ιδιαίτερη διαβούλευση και σε πολλές περιπτώσεις εις βάρος της αρχής τη νομιμότητας και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Επί της ουσίας ο EFSF και EFSM αποτελούν προάγγελο του ΕΜΣ. Ο τελευταίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1/1/2013 παράλληλα με τη Δημοσιονομική Συνθήκη, παγιώνοντας τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για τη διάσωση των χωρών στις οποίες εφαρμόστηκε κατ’ εξαίρεση, ως τις πλέον ενδεδειγμένες για όλα τα κράτη-μέλη. Επιπρόσθετη λειτουργεία του ΕΜΣ, με ομολογουμένως θετικό πρόσημο, είναι η δυνατότητα αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ ως “δανειστής έσχατης προσφυγής”. Η Συνθήκη και ο ΕΜΣ λειτουργούν συμπληρωματικά. Η Συνθήκη προσφέρει το νομικό υπόβαθρο για την εκτεταμένη εποπτεία και προσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών της Ευρωζώνης (και όχι μόνο), ενώ ο ΕΜΣ αποτελεί το εκτελεστικό όργανο που αποφασίζει και εν πολλοίς επιβάλει τις πολιτικές για την επίτευξη μιας μακροπρόθεσμης οικονομική σταθερότητας στην Ευρωζώνη. Παρόλο που η προσφυγή είναι εθελοντική, η ήδη επιβεβλημένη εποπτεία των κρατικών προϋπολογισμών με την υπαγωγή τους σε σκληρούς περιορισμούς άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, καθιστούν τη ‘διάσωση’ πρακτικά υποχρεωτική.
Αποφεύγω να προβώ σε εκτενέστερη ανάπτυξη του τι συντελεί μεταρρυθμιστικά η ένταξη στον ΕΜΣ, διότι όπως τόνισε και η Scharpf (2013)[9], δεν υπάρχει όριο στο τι μπορεί να ζητηθεί από τα κράτη-μέλη. Αυτή η διαπίστωση έγινε άκρως αισθητή στην περίπτωση της Ελλάδας όπου η Τρόικα επηρέασε κάθε είδους πολιτικό πεδίο.
Ο ΕΜΣ, όπως και οι προγενέστεροί του (EFSM/EFSF), είναι δομημένοι εκτός του Κοινοτικού νομικού πλαισίου (άρα και δικαστικού ελέγχου). Επίσημα αποτελεί μια διακρατική συνθήκη μεταξύ των κρατών-μελών υπό δημόσιο διεθνές δίκαιο με έδρα το Λουξεμβούργο. Οι νομικές παραβάσεις που συντελέστηκαν την εποχή της κρίσης, με προεξέχουσα αυτή της διάσωσης υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα, έγιναν με την ανοχή, αν όχι καθ’ υπόδειξή, της δικαστικής εξουσίας της ΕΕ. Η ετυμηγορία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Pringle (2012)[10] ουσιαστικά αναφέρει ότι η ρήτρα της μη διάσωσης του άρθρου 125(1) της Συνθήκης της Λισσαβώνας έπρεπε να αγνοηθεί για τη διάσωση του Ευρώ. Η παραπάνω απόφαση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για μια θεσμική μετάλλαξη της ΕΕ ενάντια στους ίδιους της τους κανόνες. Παράλληλα, στη λογική της εξαίρεσης και της έκτακτης ανάγκης παγιώθηκε μια νέα οικονομική ορθολογικότητα επιβάλλοντας στα κράτη-μέλη να λειτουργούν υπό τον φόβο των μνημονίων και της συνεχούς λιτότητας.
Το Καθεστώς Έκτακτης Ανάγκης της ΕΕ
Συνοπτικά, η πολιτική της εξαίρεσης αποτελεί μια κατάσταση αναστολής της συνταγματικής, δικαιϊκής και νομικής τάξης. Η αποφασιστικότητα και ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας επικρατούν εις βάρος της νομιμότητας και του συνήθη διαδικαστικού χαρακτήρα των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών, ενώ ο διαχωρισμός των εξουσιών παύει να υφίσταται. Οι παραπάνω τεχνικές παράκαμψης των δημοκρατικών διαδικασιών νομιμοποιούνται, θεμελιώνονται και κανονικοποιούνται από έναν χειριστικό λόγο της επιβίωσης και της εξαίρεσης (Honig, 2009)[11]. Σε αυτές τις εξαιρετικές περιστάσεις, ο Schmitt (ίσως στην ευρύτερα γνωστή φράση της πολιτικής του φιλοσοφίας) ορίζει τον ‘κυρίαρχο’ (sovereign) ως ‘αυτόν που αποφασίζει τη στιγμή της έκτακτης ανάγκης’ άρα κατέχει και την ισχύ επιβολής της εξουσίας (Schmitt, 1921, p.18[12]).
Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης της ΕΕ εργαλειοποίησε εντέχνως την κρίση δημοσίου χρέους ενός εκ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, για να παγιώσει μια καθολική κατάσταση εκτεταμένης οικονομικής εποπτείας που δεσμεύει την ήδη περιορισμένη πολιτική κυριαρχία των εθνικών κυβερνήσεων. Καταστρατηγώντας θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως η διάκριση των εξουσιών, ο κοινοβουλευτισμός, η κυριαρχία, η αρχή της νομιμότητας και η διαβούλευση, η ηγεσία της ΕΕ έκανε δυνατή μια κανονιστική διαδικασία που επιβάλει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, όχι μόνο ως την ενδεδειγμένη συνταγή για την επίλυση της κρίσης, αλλά την εδραίωσή της στην καρδιά του (οικο)νομικού πλαισίου της Ευρωζώνης. Οι πρακτικές της ΕΕ συντέλεσαν σε μια ημι-αυταρχική εξουσία, που δρώντας κυριαρχικά στα όρια νομιμότητας και ανομίας, χρησιμοποίησε την ίδια τη συγκυρία της εξαίρεσης για την παραγωγή εξαιρέσεων[13].
Η θεσμοθέτηση του ΕΜΣ και της Δημοσιονομικής Συνθήκης καταδεικνύουν μια τεχνική νομικής κατοχύρωσης ενός οικονομικού μοντέλου που ανιχνεύεται στην Αυστριακή Σχολή Οικονομικής Σκέψης (με προεξέχοντα τον Von Hayek) και την Ορθο-φιλελεύθερη παράδοση, το οποίο συνιστά τη συνταγματοποίηση της οικονομίας (constitutionalization of the economy), ώστε αυτή να εκπίπτει του δημοκρατικού διαλόγου, όντας κομμάτι της συνταγματικής αρχής. Υπ΄ αυτή τη λογική και χρησιμοποιώντας την κρίση ως κατάσταση εξαίρεσης, η ΕΕ ολοκλήρωσε το ζητούμενο της δημιουργίας ενός αυστηρού νομικού πλαισίου (στα πρότυπα του γερμανικού) που θα εγγυάται ότι τα κράτη-μέλη δεν θα αποκλίνουν σημαντικά από το στόχο της μακροοικονομικής οικονομικής σταθερότητας[14]. Η παραπάνω επιδίωξη εντοπίζεται ήδη στις διατάξεις της Συνθήκη της Ρώμης (1957)[15], της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (1987)[16], αλλά και στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992). Ωστόσο, με την τελευταία, τα κράτη-μέλη κατείχαν αρκετή ευελιξία στην ανάπτυξη της δικής τους δημοσιονομικής πολιτικής, πράγμα που λειτουργούσε ως τροχοπέδη στους στόχους για χαμηλά κρατικά ελλείμματα και συρικνωμένες κρατικές δαπάνες.
Με λίγα λόγια η κρίση λειτούργησε ως εργαλείο εμπέδωσης μιας νέας κανονικότητας η οποία υπό συνθήκες νομιμότητας θα ήταν μη υλοποιήσιμη.
Το παραπάνω φυσικά δεν είναι κάτι πρωτοφανές, αλλά κύρια επιδίωξη κάθε κατάστασης εξαίρεσης, πράγμα που υπερτονίζεται από τον ίδιο τον Carl Schmitt. Όντας φανατικός πολέμιος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο Schmitt υποστηρίζει ότι η πολιτική της εξαίρεσης λύνει τις εσωτερικές αντιφάσεις της αστικής δημοκρατίας με την επιτακτική επιβολή της βούλησης του ισχυρότερου. Όταν η πολιτική της συναίνεσης (consensus politics) καταρρέει και η λήψη αποφάσεων είναι ειλημμένη ανάγκη τότε, κατά τον Schmitt, επικρατεί ο κυρίαρχος. Το καθεστώς της εξαίρεσης επιλύει την ένταση ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την καπιταλιστική οικονομία. Όπως υπογραμμίζει η Αθανασίου (2012, σελ. 18)[17], «ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία αντανακλά και νομιμοποιεί τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας, την ίδια στιγμή παρέχει προοπτικές και εργαλεία αναχαίτησης και αντίστασης». Υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, οι ασφαλιστικές δικλείδες που παρέχει η συνταγματική νομιμότητα, ο δικαστικός έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες αναστέλλονται προσωρινά για να αναδιαταχθούν, συντελώντας μια προσωρινότητα διαρκείας. Η νέα κανονικότητα που προκύπτει από την πολιτική έκτακτής ανάγκης κανονικοποιεί εν πολλοίς μια κυρηχθείσα κρίση, της οποίας τα πολιτικά της παράγωγα συγκροτούνται με γνώμονα την ίδια την κρίση και τις συνθήκες της.
Κατά την πολιτική της εξαίρεσης της ΕΕ, συντελέστηκε μια θεσμική μετάλλαξη που χαρακτηρίζεται από την υπαγωγή του πολιτικού χώρου στους κανόνες της αγοράς, οριοθετώντας τι είναι αντικείμενο πολιτικής διαβούλευσης και τι όχι.
Εν κατακλείδι
Η φράση ουδέν μονιμότερον του προσωρινού θα μπορούσε να συνοψίσει ιδανικά το παρόν κείμενο. Οι προσωρινοί μηχανισμοί που χρησιμοποιήθηκαν κατ’ εξαίρεση για τη διάσωση της Ελλάδας και άλλων υπερχρεωμένων χωρών έγιναν ο κανόνας για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (και όσων υπάγονται εθελοντικά). Τα αποτελέσματα της νέας αυτής κατάστασης γίνονται ήδη αισθητά, αλλά μάλλον με αρνητικό πρόσημο. Η ανεργία στην ΕΕ εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα, η συνολική ανάπτυξη δεν έχει σε καμία περίπτωση πλησιάσει τον προσδοκώμενο ρυθμό, ενώ η κοινωνική ανασφάλεια αποτελεί πάγια κατάσταση ανά την Ευρώπη. Το κοινωνικό κράτος συνεχίζει να συρρικνώνεται, παρόλο που κατά κοινή ομολογία η κρίση έχει ξεπεραστεί, ενώ οι κοινωνικές περικοπές θέτουν ζητήματα επιβίωσης στους ασθενέστερους.
Αυτό αναγκαία θέτει υπο αμφισβήτηση τον στόχο της ΕΕ για μια παράλληλη σταθερή οικονομική ανάπτυξη, μιας και πολλά εκ των κρατών-μελών αδυνατούν να προσαρμοστούν στο ενδεδειγμένο οικονομικό μοντέλο. Παράλληλα, χώρες που έχουν τα του οίκου τους σε τάξη υπάγονται σε περιορισμούς που απαγορεύουν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, προς όφελος έργων υποδομής, δημόσιων επενδύσεων και κοινωνικών πολιτικών για μια συλλογική κοινωνική πρόοδο. Αξίζει μόνο να θυμηθούμε το μεγαλοπρεπές “όχι” που εισέπραξε ο Μακρόν από την Κομισιόν, όταν έθεσε ζήτημα εφαρμογής κάποιων εκ των αιτημάτων των Κίτρινων Γιλέκων, διότι το κόστος υπερέβαινε τα όρια πρωτογενούς ελλείματος της Δημοσιονομικής Συνθήκης. Επίσης, το πόσο συνοπτικά έκοψε την όρεξη της Ιταλίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αναθεώρηση του κρατικού προϋπολογισμού που προέβλεπε αυξημένες κρατικές δαπάνες για το επόμενο έτος. Ακόμα και η ταπεινή προσπάθεια του Έλληνα πρωθυπουργού για επανεξέταση των ιδιαίτερα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, έπεσε πάραυτα στο κενό. Ποιες είναι, λοιπόν, οι προοπτικές ανάπτυξης σε πολιτικά ευνουχισμένες χώρες όπως η Ελλάδα; Μήπως είναι η νομικά αμφίβολη επένδυση του Ελληνικού ή οι περιβαλλοντικά καταστροφικές εξορύξεις πετρελαίου σε Ήπειρο και Ιόνιο, τη στιγμή που όλος ο πλανήτης στρέφεται προς βιώσιμες πηγές ενέργειας; Μήπως η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και το ξεπούλημα των αιγιαλών για την εκμετάλλευσή τους από αυθαίρετα beach bars που υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να περπατούν ξυπόλητοι στην καυτή άμμο για τα μην αλλοιώσουν το “concept” του μαγαζιού;[18]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Statement to the press following the meeting of Eurozone heads of state or government,Brussels,27 October 2011,speech/11/713.
[2] EFSM: https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/economic-and-fiscal-policy-coordination/eu-financial-assistance/loan-programmes/european-financial-stabilisation-mechanism-efsm_en
[3] EFSF: https://www.esm.europa.eu/efsf-overview
[4] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex%3A12012E%2FTXT
[5] https://www.consilium.europa.eu/media/20399/st00tscg26_en12.pdf
[6]https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/economic-and-fiscal-policy-coordination/eu-economic-governance-monitoring-prevention-correction/stability-and-growth-pact_en
[7] https://europa.eu/european-union/sites/europaeu/files/docs/body/treaty_on_european_union_en.pdf
[8] https://www.esm.europa.eu/
[9] Scharpf FW (2013) Monetary union, fiscal crisis and the disabling of democratic accountability. In: Streeck W and Schäfer A (eds) Politics in the Age of Austerity. Cambridge: Polity, pp. 108–142.
[10] http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&num=C-370/12
[11] Honig, B. (2009) Emergency Politics: Paradox, Law, Democracy. Princeton NJ: Princeton University Press.
[12] Schmitt, C. (2013 [1921]) Dictatorship. Cambridge: Polity Press.
[13] Kreuder-Sonnen, C. and Zangl, B. (2014) ’Which post-Westphalia? International organizations between constitutionalism and authoritarianism’. European Journal of International Relations, OnlineFirst. Machiavelli N (2008 [1532]) The Prince. Oxford: Oxford University Press.
[14] Joerges, (2014c): ‘Europe’s Economic Constitution in Crisis and the Emergence of a New Constitutional Constellation’, German Law Journal, 15(5), 985–1028. Joerges, C., and Glinski, C. (eds) (2014) The European Crisis and the Transformation of Transnational Governance: Authoritarian Managerialism versus Democratic Governance, Oxford: Hart Publishing.
[15] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX:11957E/TXT
[16] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=LEGISSUM%3Axy0027
[17] Αθανασίου, Α. (2012). Η Κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης: κριτικές και αντιστάσεις. Αθήνα: Σαββάλας.
[18] https://www.protagon.gr/apopseis/oi-ksypolitoi-ergates-tis-mykonou-44341864698